Τρίτη 2 Ιουνίου 2009


Ξέρεις.. δεν είναι τίποτα σπουδαίο μερικές ώρες μέσα σε μια αγκαλιά, δεν είναι κ καμιά σπουδαία, περίτεχνη κίνηση χορού το τρέμουλο της προσμονής..

και η ανάσα η γρήγορη στο άγγιγμα, δεν είναι και το πιο όμορφο τραγούδι ...
μόνο να, σαν τα δεις όλα μαζί και τα ταιριάξεις, κάνεις μια νύχτα φτιαγμένη από μαγεία, που σου χαμογελά και σε ξαναγεννά από την αρχή..
έτσι , για να υπάρξεις κάπου, μερικούς αιώνες ακόμα,
να σκας σαν πυροτέχνημα
και να αφήνεις τα χνάρια σ’ αυτούς που σε αντίκρισαν εκείνη την στιγμή,
πίσω από το κερί της τούρτας των γενεθλίων σου, που ποτέ δεν έσβησες,
εκείνη την στιγμή, πίσω από την φωτεινή σκιά του αύριο...
Καθώς θα φεύγεις........

Χρόνια Πολλά Νεραηδόνι

Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Γιατι υπάρχει τόση στοκιά στον Κοσμό;
Καιρος να ξεριζώσουμε τα Δεντρα..

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Αντιο Δεντρακι........

....Καθώς την έβλεπα να χάνεται πίσω από τις λέξεις δάκρυσα,
Ήταν τα βήματα της έτσι ανάλαφρα κ σιωπηλά, μια ιδέα από υποσχέσεις που χάθηκαν κ δεν υπήρξαν ποτέ, μια σιωπηλή απόγνωση στον σιωπηλό μου κόσμο, ένα δέντρο στον κήπο της μοναξιάς μου….
Αντίο δεντράκι της ψιθύρισα μα δεν μ άκουσε ήταν μακριά πια από καιρό τώρα.. ποτέ δεν την απόκτησα πραγματικά κ αυτό πονούσε την φτέρνα της καρδιάς μου…

Απόσπασμα από το θεατρικό Μονόπρακτο .. "οι αναμνήσεις ενός Κηπουρού

Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008



Σημασία δεν θα δώσω...
Και όταν νομίζεται πως κερδίσατε
και με περιφρόνηση σέρνεται μπρος μου τον θρίαμβο σας,
εγώ θα κρυφτώ μακριά σας,
όχι από φόβο,
δεν τον σηκώνει η μοναξιά τον φόβο,
μα από λύπη μεγάλη
για την τόσο φωτεινή βλακεία σας που έχει πιάσει τόπο,
που κάθεστε άνετα με τις επιλογές σας
και τα flash των ονείρων σας.
Μαγική η εποχή σας,
εποχή της ελλείψεις συναισθημάτων,
θυμού,
ουσίας,
εποχή του φελλού και του ηλίθιου,
της αρένας και της πουτάνας στην ψυχή ως το μεδούλι.
Μα και από την άλλη τι φταίει η εποχή αφού έτσι την θέλουμε;
Τι φταίει το κάθε βλήμα που δείχνοντας τον καλό του ή λίγο μπράτσο,
γεμίζει σχόλια θαυμασμού και μηνύματα πάθους;
Τι φταίει η παρθένα που ποτέ δεν ήτανε παρθένα
και ο φλώρος που κάνει ολική αποτρίχωση και βάφει τα μάτια του,
που δεν τον λεν πια πούστη, μα μούρη;
κανείς δεν φταίει.
Δεν φταίει η Jill που είναι πουτάνα μα δεν το ξέρει,
ούτε οι παρεξηγημένες υπάρξεις,
που με βαριεστιμάρα και υφάκι θα σβήσουν το όνομα μου από τον κατάλογο της ματαιοδοξίας τους,
έτσι κι αλλιώς και αυτές μόνες τους είναι.. και γω μόνος είμαι…
Μόνο να ρε γαμώτο με πιάνει καμιά φορά το παράπονο σαν βλέπω στην λίμνη της αυλής μου, τα σκατά να επιπλέουν…
Και όποιος κατάλαβε… κατάλαβε….

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008

ΑΧΛΗ.... (1)

Αλλάζω ταχύτητα, πατάω γκάζι. Τα μαύρα γυαλιά και το κόκκινο μαντήλι σκεπάζουν το πρόσωπο μου και με προστατεύον απ’ την σκόνη του δρόμου. Νιώθω την Harley να τρίζει σκληρά και να πάλετε στην μουσική που βγάζουν τα εκατόν εξήντα χιλιόμετρα.
Απ’ την μια πλευρά, απ’ τα δεξιά του δρόμου, η θάλασσα, απ’ την άλλη η πεδιάδα. Τεράστιες ίσιες εκτάσεις, ορίζοντες που δεν τελειώνουν. Το τοπίο μου φέρνει πλήξη. Ασυναίσθητα πατώ κι άλλο το γκάζι. Αγκίζω τον ίλιγγο που γεννά η ταχύτητα, είμαι ελεύθερος
Μπρος μου, εκεί που μπορεί να φτάσει το μάτι μου, οι εικόνες δεν είναι συμπαγής, τρέμουν έτοιμες να διαλυθούν. Άσπρο φως τρεμουλιαστές εικόνες, άσφαλτος, ζέστη, ένα μαύρο σημάδι. Ερημιά. Πορεία που χάνεται μέσα σε ένα καθρέπτη. Το μαύρο σημάδι μεγαλώνει τώρα. Αφήνω το γκάζι. Είναι μια ανθρώπινη φιγούρα. Σφίγγομαι. Είναι άνθρωπος. Χαμηλώνω ταχύτητα. Μια κοπέλα κάνει οτοστόπ. Πατώ φρένο,κατεβάζω το μαντήλι. «Που πας;» Χαμογελά. Είναι πολύ όμορφη, προκλητική. Φουντώνω. Έχω να δω γυναίκα πέντε χρόνια. Τα μάτια μου πέφτουν στα τεράστια στήθη, που ξεπετάγονται απ’ το λεπτό πουκάμισο, ύστερα στα λεπτά πόδια με τους σφιχτούς μηρούς. Τελευταία κοιτούν το κεφάλι της. Όμορφο πρόσωπο, γλυκό με ξανθά μακριά μαλλιά, μαύρα μεγάλα μάτια και κατακόκκινα χείλη. «Εσύ που πας;» Η φωνή της διεγείρει το μυαλό μου και αυτό αυτόματα δίνει εντολές. Φοβάμαι μην προσέξει το φούσκωμα απ’ το τζιν μου. Κοιτώ γύρω μου.Είναι ερημιά, θα μπορούσα να την βιάσω. «Πάω βόρεια» Της λέω ξερά.Χαμογελά. Ζεσταίνομαι. «Όσο γίνεται πιο μακριά. Άσε με όπου θες μα όσο γίνεται πιο μακριά .» « Βάλε την τσάντα σου πίσω» Ανεβαίνει μ’ αγκαλιάζει. Πατάω γκάζι. Ηarley μουγκρίζει και ξεχύνεται μπρος. Σηκώνω το μαντήλι και σκεπάζω την μύτη μου «Φοβερό μουνί» Μουγκρίζω.
Ο ουρανός είναι κόκκινος, κάνει ψύχρα. Άρχισε να χειμωνιάζει. Σηκώνω τον γιακά της καμπαρτίνας μου, κοιτώ τις φλόγες . Τα κύματα σκαν παραπέρα. Πέφτουν σκιές. Σε λίγο θα βγει το φεγγάρι, σε λίγο τα ξωτικά της θάλασσας θα μου γνέψουν να πάω κοντά τους, μα εγώ θα αρνηθώ, πάντα αρνούμαι στα ξωτικά . Τα φοβάμαι είναι όμορφα. Τα φοβάμαι. Ρίχνω κλαριά στην φωτιά, οι φλόγες φουντώνουν και οι σκιές πυκνώνουν. Σηκώνω το κεφάλι μου και κοιτώ την Μαρία. Μου μιλά συνέχεια. Δεν καταλαβαίνω τι λέει, θέλω να την ρωτήσω για τον κόσμο, για τις πόλεις, γι’ αυτούς που με περιμένουν.
«Ξεκινώ μια καινούρια ζωή…» Μου λέει και χαμογελά. «…Δεν λέω ότι θα τα βρω όλα ρόδινα» Μορφάζει «…Θα αντιμετωπίσω δυσκολίες. Το ξέρω…» Ξαναχαμογελά…» Όμως θα τα καταφέρω τελικά. Είμαι σίγουρη…» Απλώνεται σιωπή. Τα ξύλα τρίζουν, τα κύματα ψιθυρίζουν. Ένα σμήνος από γλάρους, περνά πάνω απ’ τα κεφάλια μας , γίνεται μαύρη πινελιά στον κόκκινο ορίζοντα, η πινελιά μικραίνει συνεχώς και στο τέλος χάνεται . Σκυθρωπιάζω. «Οι γλάροι μπορούν και μιλούν με τα ξωτικά». Λέω σιγά. «Μην με κοιτάς έτσι Χάρη. Φοβάμαι.»
«Γιατί;». «Δεν ξέρω έχεις παράξενο βλέμμα…λες και είσαι τρελός…» Γελά. «Μαλακίες …Δεν είσαι τρελός. Ε Χάρη;» Κοιτώ στο πουθενά .
Ένα κοριτσάκι κάνει κούνια και καθώς κάνει κούνια τα μαλλιά της είναι σημαίες που γεμίζουν τον αέρα. Γελά. Σφίγκω τα κάγκελα και χαμογελώ.Τα μάτια της παίζουν με τον ήλιο, αγκαλιάζουν το ξέφωτο, τρέχουν και μ’ ανταμώνουν. Κολλώ τα μούτρα μου στα σιδερά. Αναπνέω. Άσε τις αλυσίδες κοριτσάκι, μη φοβάσαι εκεί ψιλά , πέτα. «Πέτα κοριτσάκι. Πέτα…» Σκιές. Ο ήλιος πνίγεται. Αστράφτει, βροντά, φυσά δυνατά και ύπουλα. Μια γυναίκα τρέχει, αρπάζει το κοριτσάκι. «Άστο» Ουρλιάζω «Άστο» Βρέχει. Η κούνια είναι άδεια. Πάει χάθηκε το κοριτσάκι. Δεν θα πετάξει. Γέρνω το κεφάλι μου.
«Αν είμαι;» Δεν την βλέπω μα ξέρω πως με εξετάζει από πάνω ως κάτω «Τι να είσαι;» Μάταια προσπαθεί να χαμογελάσει. Ξέρω πως φοβάται «Αν είμαι τρελός ;» «Δεν είσαι όμως» «Αν είμαι;» Την κοιτώ. Στραβοκαταπίνει «…Είσαι;…» Σηκώνομαι όρθιος. Τινάζω την άμμο. «Πείνασες έχω κάτι να φάμε» Δεν περιμένω απάντηση, πηγαίνω στην μηχανή βγάζω απ’ την τσάντα ένα πάκο και γυρνώ πίσω. Με κοιτά ακόμα.
Μια σκιά με ξυπνά. Ανακάθομαι ζαλισμένος. Έχει αγιάζει, κρυώνω, η φωτιά είναι σβησμένοι. Η Μαρία δεν είναι δίπλα της, έφυγε. Κοιτώ την θάλασσα. Μια γοργόνα γλιστρά στην επιφάνεια της και χάνεται πίσω από κάποιο κύμα. Από πίσω της τρέχουν μια ομάδα δελφινανθρώπων. Ξέρω την συνέχεια θα χαθούν στον βυθό της θάλασσας, εκεί θα παλέψουν και ο ποιο δυνατός θα κερδίσει την γοργόνα. Αυτό με ενοχλεί.
Η νύχτα ξεψυχά. Η μέρα έρχεται. Εγώ φεύγω. Πάω κάπου. Παρελθόν και μέλλον στην ίδια πορεία του δρόμου. Ο δρόμος πάει μπροστά χώνεται στο αντάμωμα του ορίζοντα των βουνών και του ορίζοντα της θάλασσας. Και εγώ; Γίνομαι ένα με τον δρόμο. Μα αν ο δρόμος γυρνά πίσω; Σφίκγω τις χούφτες μου στο τιμόνι.
Η Μαρία στέκεται στην άκρη του δρόμου. Πατάω φρένο. Την κοιτώ με κοιτά. Ο ήλιος αντανακλά στην άσφαλτο στα γυαλιά μου στα μάτια της «Περπατώ τόση ώρα και ούτε ένας μαλάκας βρέθηκε να σταματήσει. Είναι καθισμένη πάνω στην βαλίτσα της και έχει τα πόδια της ανοιχτά . Κατεβάζω το μαντήλι και αναπνέω αφιλτράριστο τον θαλασσινό αέρα . «Βρέθηκα εγώ. Θ’ ανέβεις;» Την ρωτώ. Φαίνεται αναποφάσιστη. Σηκώνω το μαντήλι μου πατάω το γκάζι. «Περίμενε…» Φωνάζει «Θα έρθω» Ανεβαίνει στη μηχανή. Πατάω το γκάζι, αφήνω το φρένο. Η μηχανή σφυρίζει.
Ο δρόμος είναι απέραντος, το τοπίο καταθλιπτικό, ασπρόμαυρο. Ο ήλιος και η σκιά τρέχουν πίσω μας. Μπρος μας το τίποτα, η ισοπέδωση. Έτσι λειτουργούμε, έτσι υπάρχουμε, με ισοπεδωμένες αισθήσεις και με το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεις. Αυτό που με διατάζει πώς να οδηγήσω την μηχανή, που να στρίψω που να αλλάξω ταχύτητα , που να κολλήσω το γκάζι στο τέρμα, στο απόλυτο, στο πάθος και στην αμφιβολία. Η μηχανή τρέχει, θα μπορούσα να σκοτωθώ, να πιάσω τα χέρια της Μαρίας και να κολυμπήσω στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Δεν το κάνω φοβάμαι το άγνωστο.
Έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει ψύχρα. Η φωτιά τρώει το ξύλο. Η Μαρία και 'γω την κοιτάμε αμίλητοι. Δυο πνιγμένοι βγαίνουν απ’ την θάλασσα και κάνουν να μας πλησιάσουν, μα το φως της φωτιάς τους διώχνει. Το φως της φωτιάς διώχνει πάντα τα φαντάσματα. «Εκεί που έμενα, υπήρχαν μερικοί αλήτες που άναβαν φωτιά για να ζεσταθούν. Τότε έπαιρνε η μάνα μου τηλέφωνο στην αστυνομία και ερχόταν οι μπάτσοι την σβήνανε και τους έδιωχναν» Η Μαρία γελά «Η μάνα μου ήταν σπαστική ώρες, ώρες. Φοβόταν μην πάρει φωτιά το κωλοσπιτό μας». Σηκώνω τα μάτια μου και την κοιτώ «Γι αυτό έφυγες; Γιατί φοβόταν;» Το γέλιο της, κόβεται απότομα. «Ήθελε να ελέγχει τα πάντα στη ζωή μου» Μου λέει σοβαρά και πετά ένα χαλίκι στην φωτιά. Ύστερα σκέφτεται «Ναι, μάλλον γι’ αυτό έφυγα. Φοβόταν για μένα και αυτό την έκανε υπερβολική. Δεν μ’ άφηνε να γυρνώ αργά το βράδυ, φοβόταν πως θα με βίαζαν και θα 'χανα την παρθενιά μου. Εγώ την έχασα από τα δεκατρία μου και αυτή…» Δεν μπορεί να συνεχίσει.
Ύστερα ηρεμεί κάπως. Με κοιτά «Ίσως βρεις τον μπελά σου μαζί μου. Είμαι μόλις δεκαέξι. Αν μάθουν πως με βοήθησες μπορεί να ‘χεις προβλήματα.» Χαμογελώ. «Γιατί;» «Τι γιατί ρε μαλάκα, έτσι είναι ο νόμος»
«Ο νόμος Χαρίλαε, ο νόμος. Όχι τι λέω εγώ και ‘συ, τι λέει ο νόμος. Λοιπόν νεαρέ, εμπρός απολογήσου. Δεν έχεις να πεις τίποτα; Σ’ ακούω εμπρός» Δεν μιλώ. Είμαι ιδρωμένος. Φοβάμαι. «Ποιος είναι ο νόμος Χαρίλαε; Πες μου» Κουνώ το κεφάλι μου αρνητικά. Τα δάκρυα ξεχειλίζουν απ’ τα μάτια μου. «…Δεν πρέπει να αγκίζω τον κο…κόκκινο κύβο» Λέω με λυγμούς. Αυτός με κοιτά ανέκφραστα, σαν μηχανή που ξέρει να κρίνει και να τιμωρεί. «Θα τιμωρηθείς» Πετάγομαι όρθιος. «Όχι» Ουρλιάζω «Χάρη τι έπαθες;» «Αγκιξες τον κόκκινο κύβο, είσαι ακόμη άρρωστος» «Όχι δεν είμαι. Δεν είμαι κολωπούστη, είμαι καλά. Δεκάρα δεν δίνω για τους ηλίθιους νόμους σου» Κοκκινίζει. «Αδερφή. Φέρε το μηχάνημα γρήγορα. Θα τιμωρηθείς ανάγωγε, άρρωστε. Παραβίασες τον Νόμο και…Το μηχάνημα αδερφή…Εμπρός θα τιμωρηθείς» Θέλω να φύγω. Μη. Μ’ αρπάζουν «Χάρη» Με τρυπάνε, πονάω. «Όχι τα καλώδια, μη τα καλώδια « Με δέσανε. Προσπαθώ να ξεφύγω. Με σφίγκουν «Μη. Όχι. Όχι» «Ο Νόμος Χαρίλαε. Ο Νόμος» «Γαμήσου γεροπούστ…» «Χάρη» Τα Μάτια της Μαρίας. Ανασαίνω βαρεία. Είμαι λουσμένος στον ιδρώτα. Στέκεται από πάνω μου και μου βρέχει το πρόσωπο. Τα μεγάλα στήθη της ανεβοκατεβαίνουν στις γρήγορες ανάσες της. Θέλω να χώσω το προσωπό μου ανάμεσα τους και αν κοιμηθώ «Τι έγινε;» Με ρωτά . Κατεβάζω τα μάτια ανασαίνω αργά και βαθιά. Είμαι πιο ήρεμος τώρα. Κάθεται δίπλα μου «Με τρόμαξες» Η φωτιά τρίζει. «Δεν στο πα για να σε φοβίσω» Μου λέει απολογητικά «Πιο πράγμα» «Για τον νόμο» Χαμογελώ «Ο νόμος από μόνος του είναι μια αθώα λέξη, αθώα όσο και ο λύκος που τρώει το πρόβατο.» «Πρέπει να υπακούμε στους νόμους, έτσι δεν είναι;» Δεν της απαντώ, όμως αυτή επιμένει ‘Έτσι δεν είναι; Εσύ δεν υπακούς τους νόμους;» Μια νταλίκα μα ς λούζει με το φως των προβολέων της. Κορνάρει. Κοιτώ τα δυο κόκκινα σημάδια στις άκρες της να χάνονται στην ευθεία του δρόμου. «Αν με συμφέρουν» «Αυτό είναι βλακεία « Μου λέει «Αυτό είναι πραχτική» Της λέω. Μένουμε σιωπηλοί. Πέρα στην σκιά της θάλασσας στέκεται και μας κοιτά ένας Ποσειδώνας, απ τους πολλούς που υπάρχουν στις θάλασσες. Είναι ανεβασμένος στην ράχη ενός τεράστιου ιππόκαμπου και γελά σιωπηλά. Ξαπλώνω στην άμμο και τον κοιτώ με θλίψη. Τον λυπάμαι , γιατί τώρα πια κανείς δεν ξέρει πως υπάρχει, κανείς δεν ακούει τις προσταγές του, κανείς δεν θυσιάζει γι’ αυτόν. Έτσι γίνεται πάντα, είναι μοιραία η αλήθεια . Οι θεοί γεννιούνται για να πεθάνουν. Κάποτε αυτός ήταν η απόλυτη αλήθεια. Τώρα την θέση του την πήρε κάποιος άλλος . Αύριο ίσως κάποιος άλλος. Είναι τραγική η μοίρα των θεών. Ο ύπνος με τυλίγει τα βλέφαρα μου βαραίνουν. Ο Ποσειδώνας δεν γελά πια, κλέη. Κλείνω τα μάτια. Με παίρνει ο ύπνος.
Την πρώτη πόλη την συναντάμε νύχτα. Κάνει ψύχρα, ο κόσμος δεν κυκλοφορεί. Τα κόκκινα και τα πράσινα φανάρια, ρυθμίζουν την ανύπαρκτη κυκλοφορία. Αυτό μου φαίνεται γέλιο. Σταματώ μπροστά σε ένα φαστφουντάδικο. Η Μαρία ανασαίνει με ανακούφιση. Φαίνεται κουρασμένη. Μπαίνουμε μέσα είναι άδειο. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι κολλητά με την μεγάλη τζαμαρία. Μια κοπέλα μας πλησιάζει. Παραγκέλνουμε καφέ και κρουασάν. Η ματιά μου την ακολουθεί. Κάτι λέει στον τύπο πίσω από τον πάγκο . Ο τύπος μας κοιτά. Η Μαρία είναι κατακόκκινη «Ηρέμισε …Δεν τρέχει τίποτα», της λέω σιγά και κοιτώ την Harley, που είναι παρκαρισμένη στον υγρό, απ’ την βροχή δρόμο. Η σερβιτόρα έρχεται, αφήνει τον δίσκο μ’ αυτά που παραγκήλαμε, μας χαμογελά, φεύγει. Για πολύ ώρα δεν μιλά κανείς μας. Έξω βρέχει. Μια νεράιδα χορεύει στην σκιά του δρόμου. «Χάρη, Χάρη. Πιες τον καφέ σου θα κρυώσει» Πίνω με μικρές γουλιές. Έτσι περνά πολύ ώρα ώσπου η Μαρία παίρνει ύφος σοβαρό και επίσημο. «Που πηγαίνεις;¨» Με ρωτά. «Βόρεια» Απαντώ. Πίνει καφέ «Που ακριβώς; Σε πια πόλη;»
Το θαλασσί καναρίνι πηδά από την μια άκρη του κλουβιού στην άλλη. Το παράθυρο είναι δίπλα. Κοιτά γύρο του, κοιτά το παράθυρο, χτυπά το χοντρό σύρμα του κλούβιου και μουγκρίζει απελπισμένα. «Είδες τι όμορφα που κελαηδάει;» Το γραφείο με πνίγει. Μυρίζει μούχλα. Κοιτώ τον γιατρό απελπισμένα. Του αρέσει να με βασανίζει. Πάντα του άρεζε. Χαμογελά σαρκαστικά. «Λοιπόν Χαρίλαε παιδί μου έτοιμος;» Δεν του απαντώ. Ο ήλιος χαμηλώνει, οι σκιές πυκνώνουν. Το θαλασσί καναρίνι απ’ πηδά απ’ την μια άκρη του κλουβιού στην άλλη. «Τι νομίζεις θα τα καταφέρεις εκεί έξω;» «Ναι» Του απαντώ εχθρικά. «Είναι δύσκολα εκεί έξω. Βέβαια. Δυστυχώς. Δεν ξέρω τι να πω…Θα τα καταφέρεις;» «Είμαι καλά» Του λέω. «Ναι βέβαια είσαι καλά. Όμως ο κόσμος εκεί έξω είναι διαφορετικός. Χίλιοι κίνδυνοι παραμονεύουν. Οι πόλεις δεν είναι αυτές που ήταν. Εδώ παιδί μου ζούσες σε μια μικρή κοινωνία. Εκεί θα έχεις να κάνεις με μια τσιμεντένια ζούγκλα. Ναι βέβαια. Πολύ καλό αυτό. Με μια τσιμεντένια ζούγκλα. Εδώ είχες προστασία. Εκεί έξω; Δεν ξέρω…»
Το θαλασσί καναρίνι χτυπά τα κάγκελα του κλουβιού του. Κλαίει με φωνές. Ο γιατρός μου κάνει νεύμα. Σηκώνεται, το πλησιάζει «Το βλέπεις είναι ευχαριστημένο. Το ακούς πως κελαηδάει;» Ξανακάθεται στο γραφείο. «Του αρέσει η ασφάλεια που ‘χει στο κλουβί του. Τρομάζει με τον έξω κόσμο. Δεν τον θέλει. Για ‘το κελαηδάει έτσι όμορφα. Είναι ευχαριστημένο μέσα στο κλουβί του αρέσει». Κοιτώ το καναρίνι σιωπηλός. Σηκώνομαι, πλησιάζω το κλουβί. Το καναρίνι κοιτά έξω, κλαίει. Ο γιατρός με κοιτά αμήχανος. Ανοίγω το παράθυρο «Αν είναι ευχαριστημένο εδώ μέσα δεν θα φύγει» Του λέω σιγά και ανοίγω την πόρτα του κλουβιού. Το θαλασσί καναρίνι κοιτά γύρω του ξαφνιασμένο μου χαμογελά και βουτά στην ελευθερία . «Τι έκανες Χαρίλαε;» Χαμογελώ, ανασηκώνω τους ώμους μου. «Το άφησα να γυρίσει στην πόλη του» «Τι; Σε πια πόλη Χαρίλαε;» «Στην πόλη των πουλιών»
…»Χάρη είσαι πολύ αλλόκοτος» «Δεν είναι αλλόκοτο το διαφορετικό. Εμείς το κάναμε έτσι..»Η Μαρία είναι αμήχανη. Παρατηρώ τα δάχτυλα της παίζουν νευρικά με το τραπεζομάντιλο. Μάλλον την ενοχλεί η συζήτηση «Δεν ξέρω δεν καταλαβαίνω» Μου λέει σαν χαμένη. Της δείχνω την νεράιδα «Ούτε αυτή καταλαβαίνει εσένα. Γι’ αυτήν είσαι μόνο ένα φάντασμα» Κοιτά έξω. Ψάχνει με τα μάτια της κάτι που μόνο με τα μάτια δεν μπορείς να το βρεις. «Ποια;» «Αυτή» Της δείχνω με το δάχτυλο την νεράιδα. Με κοιτά. Κοιτά και έξω. Ύστερα δεν κάνει τίποτα. Απλά πίνει τον καφέ της.
Tα κίτρινα φώτα της μηχανής, η βροχή, η πόλη. «Εδώ καλά είναι» Πατώ φρένο. Μπροστά μου ένα μικρό παγκάκι, από ‘κείνα που υπάρχουν σε κάθε πόλη, δυο τρία πεύκα, δυο παγκάκια. Από πίσω ο δρόμος, αυτός που δεν έχει αρχή. Κοιτιόμαστε. Είναι όμορφη, θα μπορούσα να τη βιάσω «Λοιπόν φεύγω» Κουνώ το κεφάλι μου καταφατικά. Νιώθω ηλίθιος και το ξέρω πως το ίδιο νιώθει και εκείνη. Πάει να μ’ αγκαλιάσει. Το μετανιώνει. Μου δίνει το χέρι «Τώρα τι θα κάνείς;» Κουνά τους ώμους «Δεν ξέρω, ίσως να γίνω πόρνη» Ξανά σιωπή. Πάει να φύγει, σταματά «Σ’ ευχαριστώ που μου φέρθηκες εντάξει. Μπορούσες να με βιάσεις.» Μου λέει «Το σκέφτικα σοβαρά» Της λέω. Χαμογελά, γύρνα την πλάτη της. Την κοιτώ μέχρι να χαθεί σε κάποιο στενό. Ανάβω την μηχανή και πατώ γκάζι .
Τρέχω. Ο δρόμος είναι απέραντος και κουραστικός. Κουράστικα. Θεέ μου πόσο κουράστηκα. Και να σκεφτείς πως δεν ξεκίνησα καν. Μόνη παρηγοριά το παρελθόν, κομμάτι απ’ το παρελθόν, το πιο ανώδυνο, αυτό θέλω μόνο να σκέφτομαι . Τίποτα δεν σκέφτομαι, απλά τρέχω μέσα στην πεδιάδα. Ο ήλιος καίει, σμήνη πουλιών εμφανίζονται και χάνονται. Πόσο με πληγώνουν στ’ αλήθεια τα πουλιά. Γκριζόασπρα και γκριζόμαυρα τοπία και πουλιά με άσπρες ή μαύρες φτερούγες . Έχουν φτερούγες. Πόσο με πληγώνουν οι φτερούγες.
Χώνομαι σε ένα στενό επαρχιακό δρόμο που ανηφορίζει ένα λόφο. Στην κορυφή του αντικρίζω την πόλη που γεννήθηκα. Είναι βυθισμένη μέσα σε κοκκινωποί ομίχλη. Ένας κόμπος ανεβαίνει στον λαιμό μου και κάτι με βαρά το στήθος. Κατηφορίζω με ταχύτητα. Το τρένο περνά απ’ την γέφυρα. Πιτσιρικάδες βάζαμε χαλίκια στις γραμμές να τα πατά και να σινφλίβονται. Τίποτα δεν άλλαξε. Όλα είναι εδώ. Σκίρτισματα μιας και μόνο στιγμής που κράτησε είκοσι χρόνια τώρα.
Στο επόμενο τετράγωνο είναι το σπίτι μου. Στρίβω. Να η πολυκατοικία. Πατώ φρένο. Είμαι νευρικός. Δεν ξέρω γιατί. Κοιτώ το μπαλκόνι. Είναι στον δεύτερο σφηνωμένο ανάμεσα στης Γιατροπούλου και της Ζώης της καθηγήτριας. Δεν υπάρχουν λουλούδια στις ζαρντινιέρες. Έπρεπε να υπάρχουν λουλούδια. Κατεβαίνω απ’ την μηχανή. Μπροστά στην είσοδο κάθεται ένας πιτσιρικάς με κοντά παντελόνια και βγαλμένα πουκάμισα. Σηκώνει το βλέμμα του και με κοιτά άχρωμα. Ύστερα εξαφανίζεται. Προχωρώ μέσα. Το ανσασέρ πάντα σταματούσε στον πρώτο όροφο. Έτσι και τώρα. Ξαναπατώ το κουμπί. Ο ίδιος βραχνός ήχος. Τίποτα δεν άλλαξε από τότε. Αφουγκράζομαι να νιώσω την ζεστασιά του ήχου που βγάζούν τα βήματα της μητέρας μου. Ησυχία. Δεν αντέχω πια την ησυχία. Γυρνώ και πηγαίνω μπρος στην πόρτα της καθηγήτριας. Πατώ το κουδούνι ο ήχος του δεν είναι ο ίδιος. Η πόρτα ανοίγει, δυο μάτια φιλύποπτα με κοιτούν πίσω απ΄το σκοτάδι. «Η κυρα-Κατήνα είναι μέσα;» Τα μάτια μένουν ασάλευτα. «Πια Κατίνα. Δεν υπάρχει καμιά Κατίνα εδώ» «Μένω δίπλα» Εξηγώ «Εδώ δεν μένει η Κατήνα η Ζώη η καθηγήτρια;» Η πόρτα ανοίγει περισσότερο. Ένας άνδρας αξύριστος, με λερωμένες πιζάμες και κρεμασμένα μούτρα με κοιτά από πάνω ως κάτω. «Η καθηγήτρια πέθανε πριν δυο χρόνια. Τώρα μένω εγώ με την γυναίκα μου. Εσύ ποίος είσαι;» Άρχισε να μου την σπα ο τύπος . «Από δίπλα. Έλειπα. Ήρθα τώρα μόλις…Δεν είναι κανείς στο σπίτι και είπα να χτυπήσω μια και η κυρία Ζώη ήταν φίλη με την μάνα μου» Του εξηγώ. «Ο τρελός;» «ε;» «Είσαι αυτός που είχαν στο τρελοκομείο;» Τον κοιτώ, με κοιτά «Η μάνα σου τα τίναξε» Μου λέει ψυχρά και κλείνει την πόρτα.
Κοιτώ τις σκιές του μπαρ. Πάνω τους ψάχνω να βρω το παρελθόν μου. Γνωστά πρόσωπα, φιγούρες με ανέμελα χαμόγελα θάφτηκαν μέσα σε ανύπαρκτες πια αλάνες, στο Maxim που μπαίναμε κρυφά να δούμε πως παίζανε οι μεγαλύτεροι ηλεκτρονικά στη Μake up που σκιρτίζαμε στο βλέμμα της Μαρίας, στο Κking Box που σκοτώσαμε σε υπαρξιακές αναζητήσεις τις τελευταίες εφηβικές μας στιγμές. Πίνω κονιάκ και προσπαθώ να νιώσω μα δεν νιώθω. Ο τύπος απέναντι κάτι μου θυμίζει.
Η μάνα μου νεκρή. Αν πάω σπίτι θα με κοιτάξει αμίλητη . Πάντα έτσι έκανε, της άρεζε να μιλά με την σιωπή της. Θα με ρωτήσει χωρίς να πει λέξει, πάλι και πάλι, τι ψάχνεις; Τι θέλεις; Και ‘γω θα κρυφτώ στην αχλή του εγώ μου και δεν θα ψιθυρίσω κουβέντα. Μόνο θα παρακαλέσω να μ’ αγκαλιάσει, να με τοποθετήσει ξανά εκεί πίσω στην ζεστή της μίτρα. Μόνο θα παρακαλάω. Ψυχρή γυναίκα. Ούτε ένα άγγιγμα, ούτε ένα λόγο, πέρα απ’ τα ψυχρά όπια της τυπικότητας. Εκτός από τότε...Έπρεπε να ξέρεις καλά την γλώσσα της σιωπής για να καταλάβεις πως ένιωθε, πως αγωνιούσε «Τι ψάχνεις;», «Τι θέλεις;». Εγώ καταλάβαινα μα δεν μπορούσα να της πω τίποτα, μόνο να την παρακαλέσω μπορούσα, «Βάλε με πίσω, κάνεμε ότι ήμουν, πρωτογενές υλικό, σπέρμα και ωάριο. Μην μ’ αφήνεις να συρναμολογιθώ, πάρε με πίσω» Μα δεν καταλάβαινε ποτέ δεν το κατάλαβε αυτό.
«Κάπου σε ξέρω φίλε». Πίνω κονιάκ και κοιτώ απ’ τον καθρεπτισθώ μπαρ. Είναι κουστουμαρισμένος. Στοιχηματίζω πως πάει στο κομμωτήριο. Μου χαμογελά μα το χαμόγελο του δεν είναι όπως τότε. «Κάποτε φορούσες γυαλιά» Του λέω σιγά. «Τώρα έβαλα φακούς επαφής...Που το ξέρεις;» Είναι αμήχανος σιάζει την γραβάτα του «Στην τύχη το ‘πα» Του λέω. Το ξανθό ¨έπιπλο¨ δίπλα του χαμογελά για να μου δήξει πως τα δόντια της είναι ίσια και κάτασπρα «Με τι οδοντόπαστα πλένεις τα δόντια σου;» Κοκκινίζει κλίνει το στόμα και με κοιτά νευριασμένα. Χαμογελώ ειρωνικά. «Λοιπόν;» Παγώνει. «Χάρη...Πότε γύρισες ρε μαλάκα;» Πάω να τον αγκαλιάσω. Απλώνει το χέρι. «Θα ‘χει τρεις τέσσερις ώρες» Μουγκρίζω...»Τι κάνεις;». «Καλά. Μια χαρά. Άλλαξες δεν σε γνωρίζω». «Και ‘συ άλλαξες. Που είναι τα παιδιά;» Τραβιέται, γυρνά το κεφάλι του γύρω. «Διαλυθήκαμε. Δεν βλεπόμαστε και πολύ πια. Μαλακίες έχω να δω κάποιον απ’ αυτούς τρεις μήνες και βάλε» Νομίζω πως προσπαθεί να αποκρούσει μια επίθεση που ούτε του κάνα, ούτε θα επιχειρήσω να του κάνω. Μένουμε σιωπηλοί «Ούτε για την Τάνια ξέρεις τίποτα;» Σχεδόν τον παρακαλώ να ξέρει κάτι, να μου πει μια κουβέντα. Αλλάζει πόδι, σιάζει την γραβάτα του, ξεροβήχει. «Αλλά...Καθαρίζει την φωνή του..Αλλάξαμε Χάρη...» Μου λέει βιαστικά και κάνει να φύγει. Σταματά. Γυρνά και με κοιτά. Χαμογελά με δυσκολία. «Αν θες, πέρνα κάποια μέρα απ’ το γραφείο μου» «Ποιο;» «Δουλεύω στην επιχείρηση του πατέρα μου. Έλα είμαι μέχρι αργά το απόγευμα εκεί, θα σε περιμένω. Γεια» «Γεια»
Μένω ακίνητος, σχεδόν ζαλισμένος. Παίζει ένα παλιό ROCK τραγούδι. Πόσο παλιό; «Ένα παλιό ROCK τραγούδι» Ψιθυρίζω και καταπίνω την τελευταία στάλα του ποτού μου. Πληρώνω και φεύγω. Τι ώρα είναι; Ρίχνει χιονόνερο, αργότερα, την νύχτα, μπορεί να το γυρίσει σε χιόνι. Μπροστά μου στέκεται μια γκριζόμαυρη φιγούρα. Σταματώ την μηχανή, κατεβαίνω και πλησιάζω. Φορά μαύρο χιτώνα και το πρόσωπο της είναι σταχτί, χωρίς μάτια. Στο δεξί της χέρι κρατά ένα ξύλινο ραβδί, το αριστερό το έχει μέσα στο χιτώνα. Το σώμα της, τεράστιο, μονοκόμματο, αχνίζει. Κρυώνω σκεπάζομαι με την καπαρτήνα μου. «Τι θες’» Ρωτώ ξερά. «Η πορεία σου περνά απ’ την σκιά»
«Παράταμε»
«Στο είπα, το ιδανικό είναι αδυναμία» Τεντώνομαι
«Σου πα παράταμε» Γελά. Τσατίζομαι. «Τι γελάς;»
«Το ξέρεις πως με χρειάζεσαι»
«Δεν χρειάζομαι κανέναν» Του ξεκόβω.
«Νομίζεις. Κοίτα» Τινάζει τον χιτώνα του. Ο δρόμος γεμίζει με φαντάσματα και ξωτικά. Στριφογυρνούν γύρο μου, χορεύουν και με κοροϊδεύουν. Νευριάζω. Σφίγγω τα δόντια μου. «Παράταμε» Του φωνάζω. Γελά. «Σου είπα παράταμε ήσυχο» Γελά. Οι αναπνοές μου γίνανε κοφτές. Τα ξωτικά και τα φαντάσματα είναι γύρω μου. Πρόσωπα αναστημένα από τάφους, παράξενα τέρατα, ανθρωπάκια και νεράιδες. Με κοροϊδεύουν, αυτός γελά «Τι γελάς; Τι γελάς ρε μαλάκα; Φύγετε. Φύγετε» Ορμώ πάνω τους, πιάνω μόνο αέρα. «Ανήκεις ακόμη σε μας Χάρη. Είμαστε μέρος από σένα»
Τρέχω στην μηχανή. Βάζω μπρος. Βρίζω, πατάω το γκάζι. Είναι γύρο μου, με ‘χουν κυκλώσει. «Ανήκεις σε μας . Ανήκουμε σένα. Είμαστε εσύ Χάρη. Εσύ» Η μηχανή γλιστρά στην άσφαλτο, αλλάζω ταχύτητα, πατώ γκάζι. Κάποιος κορνάρει. Οι προβολείς. Τυφλώνομαι. Γέρνω. Λούζομαι με φως. Δυο ρόδες σφυρίζουν δίπλα μου και ξανά σκοτάδι. Έχω ιδρώσει. Είμαι μόνος. Εγώ και η μηχανή μου. Τρέμω. Η υγρασία βαραίνει τα ρούχα μου και με μουσκεύει ως το κόκαλο.
Σταματώ μπροστά στο σπίτι. Δεν παίρνω το ανσασέρ. Ανεβαίνω απ’ τις σκάλες. Φτάνω στην πόρτα ψηλαφίζοντας στο σκοτάδι. Ανασαίνω βαριά. Χτυπώ. Τίποτα. Τίποτα γαμώ την κοινωνία μου. Ακούγονται βήματα και μουρμουρητά. Η πόρτα ανοίγει σιγά σιγά. «Ποιος κωλομαλα…Χάρη…» Το θαμπό φως που έρχεται απ’ το σπίτι αχνίζει στο πρόσωπο μου. Πίσω απ’ την πόρτα στέκεται ένας αξύριστος, μακριμάλης. Είναι ο αδερφός μου. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα με κοιτά ψυχρά. Φορά τζιν σκισμένα και αρβύλες. Κάνω δυο βήματα πίσω φοβισμένος. Οι γροθιές μου ιδρώνουν. «Γεια» Μουγκρίζω. Έχω να τον δω πέντε χρόνια, πέντε ολόκληρα χρόνια. Ήμαστε ξένοι. Από πίσω του γλιστρά ένας νάνος. Με κοιτά με το ηλίθιο χοντροκομμένο κεφάλι του, γελά και χάνεται στο σκοτάδι «Πέρνα» Μου λέει και ανοίγει την πόρτα. Θέλω να φύγω. Όχι θέλω να μπω μέσα. Δεν ξέρω τι θέλω. Μου γύρνα την πλάτη και τον ακολουθώ. Από πίσω του κρέμεται μια αλυσίδα. Σταματώ απότομα. Την κοιτώ πανικόβλητος. Έχω χλομιάσει. Θέλω να φύγω «Τι έγινε;» Ρωτά ο αδερφός μου και πάει να με πλησιάσει. «Μείνε εκεί που είσαι. Ακούς;» Ουρλιάζω. «Άντε γαμήσου» Με βρίζει και πηγαίνει προς τα κει που κάποτε ήταν το καθιστικό και μπορεί να είναι και τώρα. Τον ακολουθώ. Τίποτα δεν άλλαξε, λες και ο χρόνος δεν κύλησε, έμεινε γαντζωμένος στις ακραίες στιγμές μου. Κάθομαι σε μια καρέκλα. Παρακολουθώ τον Γιάννη. Βρίζει, πηγαίνει στο ψυγείο. «Γαμώ την κοινωνία μου ζούμε σε μπουρδέλο. Ούτε μια μπύρα. Τον αντίθεο μου» Παίρνει ένα μπουκάλι κονιάκ και έρχεται προς το μέρος μου «Άσου εδώ. Δεν θέλω πολλές παρτίδες ούτε με σένα, ούτε με κανέναν σας. Εντάξει; Στ’ αρχίδια μου όλοι. Λογαριασμό δεν θα δώσω σε κανέναν» Τον κοιτώ ανέκφραστα να χτυπιέται χωρίς λόγο «Ο μπαμπάς που είναι;» Κατεβάζει το κονιάκ και φτύνει στο πάτωμα «Κοιμάται. Τα ήπιε πάλι και κοιμάται εντάξει; Παράταμε τώρα.» Χαμογελώ Τι στον διάολο γίνεται; «Γιατί χαμογελάς; Βλέπεις κανέναν ξεβράκωτο;»
«Είσαι βαρεμένος» Του λέω σιγά. Το μπουκάλι πέφτει απ’ τα χέρια του. Γελά, γελά για πολύ ώρα. Ξαφνικά σταματά «Εσύ όμως έχεις το δίπλωμα» Μου λέει και σφίγκει τα δόντια του. Στο τραπέζι έχει σκόνη. Ζωγραφίζω ένα πρόσωπο. Είναι ένα χαμογελαστό πρόσωπο φτιαγμένο με απλές γραμμές. «Δεν θα ‘ταν πολύ όμορφος ο κόσμος φτιαγμένος έτσι;». Πλησιάζει, κοιτά την ζωγραφιά, απλώνει το χέρι του και την καταστρέφει. «Όχι ο δικός μου» Μου λέει.
«Τα παιδιά τα βλέπεις καθόλου;»
«Ποια παιδιά; Τους μαλάκες τους φίλους σου; Μην μου πεις πως έχεις κώλο να πας να τους βρεις;» Δεν απαντώ. Χαμηλώνω το κεφάλι. Αυτός γελά, γελά δυνατά. Ο μαλάκας «Σκάσε ρε μαλάκα» Γελά. Σηκώνομαι όρθιος και τον πλησιάζω. Είμαι κατακόκκινος, έχω θυμώσει, θέλω να τον χτυπήσω. «Σκάσε»
«Τι γίνεται εδώ;» Μπροστά στην πόρτα στέκεται ο πατέρας μου. Έχει αλλάξει. Τα μαλλιά του άσπρισαν, με το ζόρι στέκεται στα πόδια του. Ο πατέρας μου. «Χάρη» Κοιτιόμαστε. «Μαλακίες. Γαμώ την κοινωνία μου. Πάω για ύπνο. Ο Γιάννης φεύγει. Μένουμε μόνοι. «Πότε ήρθες;»
«Έχει κανένα μισάωρο, ήρθα και πιο μπροστά, μα δεν βρήκα κανέναν» Κάνει δυο αργά ετοιμόρροπα βήματα. «Χάρη η μάνα σου…»
«Ξέρω» Μου το είπαν από δίπλα. Ξανά σιωπή. Πάει να κάτσει. Λυγίζει, πέφτει χάμω. Τρέχω, τον βοηθώ να σηκωθεί, μ’ αγκαλιάζει. Κλαίει. «Με πήρε από κάτω» Ψελλίζει. Εγώ πονάω

2


Και ξαφνικά ήρθε η Άνοιξη. Αλλόκοτη, μπερδεμένη, χτυπά την καρδιά του Χειμώνα. Ο κόσμος βγαίνει έξω, σκορπά στους δρόμους, της χαμογελά. Τα βήματα μου δεν παίρνουν κάποιο συγκεκριμένο δρόμο, ακολουθούν το ανθρώπινο ποτάμι. Κάπου, κάπου, στέκομαι μπροστά σε κάποια πόρτα. Ρωτώ για δουλειά, μα που, άδικος κόπος. Είναι και τα μάτια μου, τα μάτια ενός τρελού, που διώχνουν τους ανθρώπους.
Τελικά κουράζομαι και κάθομαι σε ένα παγκάκι, το πρώτο που βρίσκω μπρος μου. Βράδιασε πια, ψύχραινε και η ατμόσφαιρα. Ο Χειμώνας την νίκησε την Άνοιξη στο τέλος. Ο κόσμος αραιώνει, κάτι φρικιά στέκονται πιο εκεί, μερικά κορίτσια στο διπλανό παγκάκι γελούν, δυο γιαγιάδες τραβούν αργά για το σπίτι τους, κίτρινα και καφέ φύλλα , βουλιάζουν στον αέρα.
Απλώνεται ομίχλη. Τα φαντάσματα βγαίνουν από τους υγρούς τους τάφους, τα ξωτικά εμφανίζονται και πάλι. Ένας άνδρας με ανοιγμένο κεφάλι και κομματιασμένο κορμί, μαζεύει τα μυαλά και τα σπλάχνα που ‘ναι χυμένα σε μια μεριά του δρόμου. Κλαίει. Κάποτε, σε κείνο το μέρος βρήκε φριχτό θάνατο. Απέναντί μου ένα κοριτσάκι, ντυμένο στα άσπρα, παίζει σχοινάκι. Τραγουδά μονότονα και ανέκφραστα ένα τραγούδι «Ένα , δύο, τρία
Στον Σατανά κυρία
Τη νύχτα το αίμα σου θα πιω
Τη μέρα θα κρυφτώ».
Ένας νάνος, τρέχει να εξαφανιστεί φοβισμένος. «Χάρη». Ξωτικά και φαντάσματα εξαφανίζονται στην στιγμή. Μπροστά μου στέκεται ο Μάριος. Άλλαξε. Χαμογελώ. Τα μακριά μαλλιά χάθηκαν, το κολλητό του τζιν έγινε ένα απλό, καθαρό τζιν κάποιας πανάκριβης μάρκας. Το καρό αμάνικο πουκάμισο, το αντικατέστησε πουκάμισο με γραβάτα και τις αρβύλες ένα ζευγάρι ακριβά δερμάτινα παπούτσια. Χαμογελά, χαμογελώ. Σηκώνομαι και του σφίγκω το χέρι, μ’ αγκαλιάζει «Δεν περίμενα να σε δω. Πότε ήρθες;…» Περιμένω να με πει μαλάκα έτσι κάνει ο Μάριος με τους φίλους του. Τους βρίζει πάντα. Άδικα περιμένω. Απλά χαμογελά. Οι φίλοι του που στέκονται γύρω του, μου είναι άγνωστοι. Χαμογελούν και αυτοί. Όλοι χαμογελάμε. Ήμαστε ένα τσούρμο μαλάκες που απλά χαμογελάμε. «Πότε ήρθες;» Ξαναρωτά. «Χθες. Πέρασα από το “LOBBY” όμως δεν ήταν κανείς» Σοβαρεύεται. Τον κοιτούν οι άλλοι και σοβαρεύονται κι αυτοί. «Τα πράγματα δεν είναι όπως τα ήξερες Χάρη. Πέρασε πολύς καιρός από τότε. Αλλάξαμε. Ο κόσμος άλλαξε»
Ένας γέρος με σταχτί δέρμα και μακριά άσπρα γένια μας κοιτά με ενδιαφέρον. Είναι ένας νεκρός. Αυτό που ζω τώρα μοιάζει μ’ αυτόν τον γέρο. Τινάζω το κεφάλι μου προσπαθώ να αλλάξω την ατμόσφαιρα, να διώξω αυτό το καινούριο. Ψάχνω μια γέφυρα «Ο Παπαποστόλου σε κυνηγά ακόμα;» Γελάει. Γελάν και οι άλλοι. Μου χτυπά τον ώμο φιλικά. Είναι μια κίνηση που πάντα την σιχαινόταν. «Που τον θυμήθηκες;…Όχι δεν κυνηγά, γιατί να με κυνηγήσει; Έλα, πάμε να πιούμε μια μπύρα να τα πούμε. Τα παιδιά είναι φίλοι μην ντρέπεσαι» Διστάζω. «Έλα ρε μαλάκα» Μου φωνάζει τάχα αγρία και σε μια στιγμή γυρνώ πέντε χρόνια πίσω. Ναι αυτός είναι ο φίλος μου ο Μάριος. Άκομψος τύπος. Πότε δεν χώνευε τις ευγένειες και τις φιλοφρονήσεις. Ήταν ο σκληρός της παρέας. Όλη το ευχαριστιόμασταν όταν μας έβριζε, γιατί ο Μάριος έβριζε πολύ και το έκανε όχι γιατί ήταν θυμωμένος πάντα, μα γιατί ήταν αυτό που του άρεζε πάντα να λεν ¨Στο πουθενά¨ «Πάμε» του λέω. Τυλίγει το χέρι του γύρω απ’ τον ώμο μου «Καλός ήρθες στην πόλη μας φίλε» Μου λέει γλυκά και με σπρώχνει.
Το μπαρ που πίνουμε μπύρες δεν είναι αυτό που περίμενα. Κοιτώ τις μπύρες που ‘ναι σκορπισμένες στο τραπέζι και γελώ. Τίποτα δεν είναι όπως το περίμενα. Ούτε και αυτός που κάθεται δίπλα μου. Όλα άλλαξαν. Αυτή η κωλογαμημένη φράση μ’ ακολουθεί από τότε που πάτησα το πόδι μου σ’ αυτή την κωλογαμημένη πόλη. ¨Όλα άλλαξαν¨ Γιατί εγώ τι ήθελα να κάνουν. Ο Μάριος γελά και καπνίζει τσιγάρο, γύρο μας κόσμος κυριλέ, φλωράδες με κοντό μαλλί και πολύ ύφος, κουστουμάδες με τζιν και σεξ απήλ. Ο καθένας μοναδικός για τον εαυτό του, μοναδικός και αξεπέραστος, με ένα ειρωνικό χαμόγελο καρφωμένο μόνιμα στα χείλι του. Είναι βουτηγμένος σ’ αυτό που σιχαινόταν. Πίνω την μπύρα μου και βουλιάζω στην καρέκλα μου. Πότε δεν με είχαν για φυσιολογικό, να που τώρα έχω και χαρτί, δίπλωμα τρέλας. Όμως γαμώ την κοινωνία μου, ποιος είναι ο τρελός, εγώ οι αυτοί; Ποιο είναι το τρελοκομείο, αυτό που ήμουν ή αυτό που είμαι; Δεν θέλω να χάσω τον αυτοέλενχο μου, μα σε ένα χώρο μπουκωμένο στον αυτοέλενχο που επιβάλει το image, δεν γίνεται να κρατηθείς εύκολα. Ειδικά αν είσαι τρελός. «Σε κάτι τέτοια μέρη σύχναζε ο Παπαποστόλου» Φωνάζω. Στην παρέα όλοι παγώνουν. Γυρνούν και με κοιτούν. Είμαι ιδρωμένος. «Και τι μ’ αυτό» Πίνει μπύρα αργά, προσπαθώντας να μιμηθεί κωμικά, τις κινήσεις κάποιου ηθοποιού που δεν ξέρω. «Δεν είναι αυτός ο κόσμος μου Μάριε» Διαμαρτύρομαι. Βγάζει τσιγάρο, το κοιτά, το βάζει στην άκρη των χειλιών του, το ανάβει, ρουφά τον καπνό αργά. Είναι γελοίος. Φυσά. «Εκεί έμεινες ακόμα; Στους χωριστούς δρόμους; Στο πα τα πράγματα αλλάξανε. Πριν πέντε χρόνια ήμασταν μια παρέα. Λέγαμε μαλακίες. Τώρα μεγαλώσαμε» Κάνει μια κίνηση στον αέρα. Θα την αντέγραψε από κανένα διαφημιστικό, που θέλει ένα γιάπη αποφασιστικό για το μέλλον του. «Το χρήμα. Αυτό πρέπει να σ’ απασχολεί τώρα φίλε μου. Αυτοκίνητο, ρούχα, καμιά φευγάτη ξανθιά.» Αμύνεται μα πια δεν τον ακούω, δεν θέλω να τον ακούσω. «Και ο Παπαποστόλου; Αυτός δεν σ’ έπιασε μια φορά και σε πλάκωσε στο ξύλο γιατί μπήκες στο Cotton Club;» Ανοιγοκλείνει γρήγορα τα μάτια του. Τσατίστηκε τώρα. «Τότε ήμασταν παιδιά. Δεν είχαμε ιδέα τι θα πει image, κοινωνικός χώρος, δουλειές. Πλακωνόμασταν στο ξύλο γιατί δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε. Τελικά είχε δίκαιο που με έδειρε. Ένας λέτσος μπήκε στο Cotton Club τι ήθελες να κάνει;» Χαμογελά θριαμβευτικά, με ύφος σνομπ. Πρέπει να θεωρεί τον εαυτό του δυο μέτρα ψηλότερο από κάθε άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο.
Δεν χρειάζεται περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω την αλήθεια. Μια αλήθεια κριμένη καλά, μια αλήθεια φάντασμα, χωμένη στην άχλη του πρωινού μου. Έφυγα από κοντά τους, έμμηνε πίσω, πολύ πίσω, στα δεκαοχτώ και κάτι χρόνια μου, τότε που μικρά πράγματα, ασήμαντες λεπτομέρειες, τα παίρνεις σοβαρά και το μεγάλο σου ταξίδι, της αναζητήσεις του εαυτού σου, είναι θέμα επιβίωσης. Στα εικοσιτρία μου χρόνια ανακάλυψα πως είμαι έφηβος, εκεί κολλημένος πίσω. Απομακρήθικα απ’ τους φίλους μου, γι’ αυτό δεν μπορώ να τους καταλάβω, γι’ αυτό μου φαίνεται παράξενο που ο Αλέξης κάθεται πίσω απ’ το γραφείο της επιχειρήσεις του πατέρα του και ο Μάριος κόλλησε μ’ αυτούς τους μπάσταρδους, τους φλωράδες και ονειρεύεται μπίζνες. Χαμογελώ με ύφος κοροϊδευτικό, κοροϊδεύω τον εαυτό μου. «Έμμηνε πίσω, πολύ πίσω» Μουγκρίζω και σηκώνομαι. «Που πας;» Ρωτά ο Μάριος. Όμως δεν του απαντώ. Δεν έχω καμιά έτυμη απάντηση. Από τότε όλα έχουν γίνει σκατά, από τότε πάντα κάπου πάω μα δεν ξέρω που..




3

“Ποιος με γυρεύει στη σκόνη του δρόμου
Πόσες νότες, χαμένες συνειδήσεις του τρόμου
Που ναι η αλήθεια αυτή που μιλάει, για στείρους ,ξεφτίλες,
Την ψυχή μας πουλάει’’
Τα μάτια γεμίζουν εικόνες από ήχους, οι ήχοι είναι σκληροί μα και εύθραυστοι, μοιάζουν σαν τις αναμνήσεις μου. Δεν κουνιέμαι, δεν ανασαίνω, αφήνω τα τραγούδια να με κουνήσουν, να ανασάνουν για μένα. Σκιές στριφογυρνούν γύρω μου, στέκονται μπροστά μου, πίσω μου, δίπλα μου, μα εγώ είμαι μόνος, μόνος μ’ αυτούς, μόνος με το παρελθόν μου, γιατί τα παιδιά που κοιτώ να παίζουν στην μέση του δρόμου Rock, είναι ένα κομμάτι απ’ το παρελθόν μου.
Σ’ αυτό τον δρόμο, λίγο πιο κάτω, στεκόμασταν εγώ ο Αλέξης, ο Μάριος, η Τάνια…με κιθάρες ακουστικές και γκαζοντενεκέδες για ντραμς, χωρίς μικρόφωνα, με μπύρες και διάθεση να πούμε κάτι. Εγώ έγραφα στίχους, ο Αλέξης μουσική, η Τάνια τραγουδούσε. Η Τάνια είχε πολύ καλή φωνή. Είχαμε ένα μεγάλο σουξέ εκείνη την εποχή, που χωρίς να καταλάβουμε πως κ γιατί είχε σταθεί στα χείλη όλων σχεδόν των πιτσιρικάδων της πόλης. Πως ήταν; ΄Βρεγμένοι δρόμοι/ πάνω τους κυλω/σε μπαρ κ σε πλατείες ψάχνω να σε βρω/…Κάπως έτσι ήταν το ρεφρέν. Σχεδόν με πιάνει ρίγος, ήταν όμορφες εποχές, όμορφες μα τελειωμένες. Είναι ενοχλητικό να το βλέπεις έτσι. Κι όμως δεν άλλαξαν πολλά από τότε. Τα παιδιά αυτά είμαστε εμείς, ο τύπος με το σχισμένο τζιν θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο Μάριος και αυτός που τραγουδά με τα ξανθά γενιά ο Αλέξης. Η μουσική τους δεν είναι περίτεχνη, διακοσμημένοι, γράφτηκε για να ενοχλεί. Σκληρή, άτσαλη αγκήζει μόνο αυτούς που αρνούνται να φορέσουν το γκρι κουστούμι. Κάποιοι παρασύρονται, ταλαντεύονται στον ρυθμό, κάποιοι είναι ακόμα πιο τολμηρή, αρπάζουν τα τραγούδια απ’ τα μαλλιά, σώζουν μ’ αυτά τον εαυτό τους. Καθώς περνά η ώρα το πανηγύρι ανάβει, η υπαίθρια συναυλία προκαλεί. «Όπως τότε» μουγκρίζω «Όπως τότε». Διψάω. Δεν κουνιέμαι, δεν τραγουδώ, δεν φωνάζω, απλά διψάω. Μετά από τόσο καιρό ανακαλύπτω κάτι που δένει το τότε με το τώρα. Είναι ανέλπιστη η χαρά, φτάνει σχεδόν στην ακτή της συγκίνησης και πέρα απ’ αυτή η θάλασσα. Η θάλασσα είναι ο προορισμός, εκεί που τα ξωτικά και οι σκιές δεν έχουν θέση. Η Θάλασσα γεμίζει το κενό ανάμεσα σε κείνη την νύχτα, που παίζαμε εμείς μουσική και σ’ αυτή τη νύχτα που παίζουν τα παιδία μουσική.
Κάποιος με σκουντά και ύστερα ένας ακόμα. ¨Όλα σταματούν η κίνηση, το τραγούδι, η φωτιά του δρόμου. Ένα περιπολικό με δυο μπάτσους χώνεται ανάμεσα στον κόσμο. Το γνωστό παραμύθι. Οι μπάτσοι κατεβαίνουν, κάτι λεν στα παιδιά, τα παιδιά γελάν ειρωνικά, δέχονται αδιαμαρτύρητα την επέμβαση της αρχής ή τουλάχιστον έτσι νομίζει η αρχή, γιατί τα παιδιά το ξέρουν το παιχνίδι αυτό. Έμαθαν να το παίζουν και άρχισε να τους διασκεδάζει κιόλας. Οι μπάτσοι θα φύγουν ικανοποιημένοι που για άλλη μια φορά έκαναν το καθήκον τους, που η διατάραξη της κοινής ησυχίας πήρε τέλος, που η εξουσία δεν ανεχτικέ τα φρικιά να ενοχλούν τους νοικοκυραίους της γειτονίας. Μα είναι μαλάκες, πάντα ήταν, γιατί τα φρικιά θα τους την σκάσουν. Θα τα μαζέψουν από εδώ, θα παν αλλού, θα ουρλιάξουν ακόμα πιο σκληρούς στοίχους, θα ενοχλήσουν με ακόμα πιο άτσαλη μουσική, τους αξιοπρεπείς και τελειωμένους. Η εξουσία δεν ξέρει τι της γίνεται, πάντα θα χάνει γιατί η αλαζονεία της την κάνει νωθρή και ηλίθια, δεν μπορεί να φανταστεί τα κόλπα και την αντοχή αυτών που δεν αντιπροσωπεύει. «Ρε φιλαράκι, κάθεσαι που κάθεσαι εκεί, δεν βάζεις ένα χεράκι να τα μαζέψουμε;». Ξαφνιάζομαι, συνειδητοποιώ ότι είμαι μόνος. Πλησιάζω τα παιδιά. Τυλίγω ένα καλώδιο και το τοποθετώ μέσα στο ξύλινο κουτί που με δείχνουν. «Αυτός είναι ο Βαγγέλης, αυτός ο Παύλος κ μένα με λεν Βασίλη…Α ο μαλάκας που πάει να φέρει μπύρες είναι ο Διονύσης…» «Εμένα με λεν Χάρη» Μου γνέφουν. Τους κοιτώ αμίλητος να μαζεύουν κάτι παρτιτούρες και την βάση του ντράμς «Ξέρεις μου φαίνεται πολύ παράξενο…» Η φωνή του Βασίλη είναι απαλή, σχεδόν νωχελική, σ’ αυτό δεν μοιάζει με τον Αλέξη, ο Αλέξης μιλά και απ’ το στόμα του δεν βγαίνουν λέξεις, μα ζωγραφιές, με τα πιο έντονα χρώματα. «Τι;» Αναρωτιέμαι. «Τι;» «Τι σου φαίνεται παράξενο;» Βάζω τα χέρια στις τσέπες λες και θέλω να προφυλαχτώ από μια ανεπιθύμητη απάντηση. Γελά «Μπα τίποτα…Σε ‘βλεπα προσηλωμένο στα τραγούδια. Αυτό. Μου φάνηκε πολύ παράξενο…Μαλακίες» Θαρρείς και νιώθει ενοχές γι' αυτές τις σκέψεις του. Οι άλλοι τον ακούν με προσοχή, μάλλον συμμερίζονται τα λόγια του και ύστερα νιώθουν και αυτοί τις ενοχές του και γυρνούν στις δουλείες τους. «Έχεις δίκαιο. Σχεδόν τα έχασα όταν σας άκουσα. Κάποτε συμμετείχα και ρω σε ένα συγκρότημα…» Ξανακοινώ το ενδιαφέρον τους. Με πλησιάζουν, στο μεταξύ έρχεται και ο Διονύσης με τις μπύρες. Μου δίνει μια «Κερνάει το κατάστημα» Λέει. Γελάμε. «Γιατί τόσο ενδιαφέρον για τους μαλάκες; Μην μου πεις πως σ’ άρεσαν τα τραγούδια;» Του γνέφω καταφατικά. «Έχουν δυνατό στοίχο» Του λέω σοβαρά «Είναι γιατί όταν τα γράφαμε παίρναμε παρτούζα μια γκόμενα» Γελάμε, η ατμόσφαιρα γίνεται φιλική . Καθόμαστε σε ένα πεζοδρόμιο, δίπλα μας σε μια στοίβα τα όργανα. Πίνουμε μπύρες. Για πρώτη φορά ίσως, μετά από πέντε χρόνια, να χαλαρώνω, να απολαμβάνω την ανθρώπινη παρέα. Για πρώτη φορά μετά από πέντε χρόνια, τα φαντάσματα κα τα ξωτικά φοβούνται τους ανθρώπους. Τα κοιτώ που κρύβονται τρομαγμένα πίσω από γωνίες και μέσα σε σκιές.
Ο Παύλος προσέχει την μηχανή. Σηκώνεται, την πλησιάζει με ενδιαφέρον. «Δικιά σου είναι;» «Περίπου» Σκύβει πάνω της, την χαϊδεύει όπως θα χάιδευε μια γυναίκα «Αυτό το μηχάνημα έχει εάν σωρό λεφτά μα τα’ αξίζει» Παραμιλά. Μου την χάρισε κάποιος που δεν μπορεί να την προσέχει πια. Η φωνή μου, όσο και ν δεν το θέλω, αφήνει πίσω της χνάρια από λύπη. Τα παιδιά το καταλαβαίνουν μα δεν με κάνουν να αισθανθώ άσχημα γι’ αυτό. Ο Βασίλης γελά. «Ο Παύλος είχε μια τσόπερ και του την έκλεψαν, από τότε έχει μανία με τις μηχανες και τα κλεφτρόνια.» Όλοι γελάν «Αστείο» Κακχάζει ο Παύλος «Την είχα κάνει μόνος μου, κομμάτι. Δυο χρόνια την έφτιαχνα και μόλις την τελείωσα…Τα μαλακισμένα» Οι άλλοι γελούν ακόμη περισσότερο. Κανείς δεν τον παίρνει στα σοβαρά. Είμαι αμήχανος. Δεν ξέρω γιατί γελούν και πως πρέπει να αντιδράσω. Δεν φαίνεται να τον πειράζει και πολύ. Χαμογελά χωρίς να ξέρει ούτε κι αυτός αν πρέπει να τους βάλει τις φωνές ή να γελάσει μαζί τους . Ανεβαίνει στην μηχανή, κοιτά τον καθρέπτη αναποφάσιστος και τελικά ξεσπά στα γέλια κι αυτός. Τους κοιτώ να γελούν και μέσα στα γέλια τους να τον μουντζώνουν και να τον βρίζουν. Περιμένω εξηγήσείς και τελικά ο Διονύσης καταφέρνει να μου πει «Ο μαλάκας τύλιξε την αλυσίδα γύρω απ’ το τιμόνι και του άφησαν το τιμόνι με την αλυσίδα. …Ο μαλάκας» Ξαναρχίζουν τα γέλια. Αυτή την φορά γελάω και γω, χωρίς να ξέρω αν υπάρχει κάτι αστείο σ’ αυτή την υπόθεση.
Ξημερώνει όταν χωρίζουμε. Τους βοηθώ να ανεβάσουν τα πράγματά τους πάνω στο τρένο. Φεύγουν απ’ την πόλη, παν ανατολικά. «Που;» Τους ρώτησα. «Εκεί που βγαίνει ο ήλιος κάθε πρωί» Μου απάντησαν σοβαρά. Είμαστε φίλοι πια. Μ’ αποχαιρετούν, τους αποχαιρετώ, το τρένο ξεκινά, χάνεται σε μια στροφή στο βάθος. Μένω μόνος στον σταθμό. Ξημερώνει. Μου παν να πάω μαζί τους. Αρνήθηκα. Τους είπα αινιγματικά «Το δικό μου ταξίδι είναι άλλο» Δεν ζήτησαν να μάθουν, όχι γιατί δεν ενδιαφερόταν, μα γιατί κατάλαβαν, πως το ταξίδι αυτό είχε να κάνει με κάτι που δεν τους αφορούσε. Μια σκιά περνά από μπροστά μου, ένα ξωτικό κρύβεται πίσω από κάποιο θάμνο. Κάθομαι σε ένα παγκάκι και κοιτώ τις ράγες. Απλά τις κοιτώ.
Γκρίζα κτίρια, άσπρες νιφάδες, σκουριασμένα κάγκελα, μάτια
καρφωμένα στο κενό. Σήμερα είναι Τρίτη. Απέναντι, μαζεμένες οι πορτοκαλί τέντες. Το κεφάλι μου είναι κρεμασμένο στα δεξιά, το πρόσωπο μου είναι άσπρο, μαρμάρινο. Βραδιάζει, στιγμή με στιγμή, λεπτό με λεπτό. Πίσω μου ένα μπερδεμένο μουρμουρητό. Πόδια σέρνονται, κάποιος ουρλιάζει. Βραδιάζει. Εγώ κοιτώ τις πορτοκαλί μαζεμένες τέντες, μπορεί να μην κοιτώ και τίποτα. Ένα σιγανό, μεθοδικό πήγαινε έλα του κορμιού μου, μαρτυρά την αλήθεια. Είμαι ζωντανός, σαν το χιόνι που πυκνώνει ολοένα, σαν τις πορτοκαλί, μαζεμένες τέντες απέναντι, πέρα απ’ τον αυλόγυρο και τους γκρι μαντρότοιχους.
Κάποιος με πλησιάζει από πίσω. Δεν με νοιάζει, εγώ κοιτώ τις τέντες, ίσως και τίποτα. «Χάρη…Χάρη» Μια βαριά σκιά με πλακώνει. Είναι ο Χρίστος. Τεράστιος, σαν ογκόλιθος. Δεν μιλά, ποτέ δεν μιλά. Πόση ώρα στέκομαι έτσι; Μέρες μήπως; Είναι τρελός, κάποιος τον χτύπησε στο κεφάλι, από τότε χάζοσε. Δεν μιλά, μόνο σε μένα λέει δυο, τρις κουβέντες. Μου λέει για το άλογο του. Γι αυτό θέλει να μου πει και τώρα. Δεκάρα δεν δίνω. Εγώ κοιτώ τις μαζεμένες πορτοκαλί τέντες, ίσως και τίποτα. Βραδιάζει. «Χάρη, εγώ είχα ένα άλογο εκεί έξω…Το ξέρεις ε;. Το ξέρεις πως είχα άλογο ε Χάρη;» Σήμερα είναι Τρίτη. Είμαι ζωντανός. Πέρα απ’ τον φράχτη, οι πορτοκαλί οι τέντες μαζεμένες. Σκύβει τις μουτράκλες του, και ακουμπά την βρώμικη ανάσα του, στο νεκρωμένο πρόσωπο μου. «Έτρεχα ελεύθερος με το άλογο μου Χάρη…Μα την αλήθεια, έτρεχα ελεύθερος…Ωραία που ήταν τότε…» Σιωπή. Μπρος μου το σφύριγμα του αέρα, πίσω μου τα μουρμουρητά των τρελών. Σιωπή. Σήμερα είναι Τρίτη, είμαι ζωντανός. Ακόμα ζωντανός;. «…Έμαθα, πως την Παρασκευή βγαίνεις…Εγώ θα μείνω…Ωραία που ήταν με το άλογο μου. Έτρεχα…» Μια δόνηση απειλεί να χαλάσει την σιωπή μου. Η ανάσα του ανεβάζει τον ρυθμό της κατακόρυφα. Σαν να λυγίζει μπρος μου. Δεν με νοιάζει. Βραδιάζει, μόλις που διακρίνονται πια οι πορτοκαλί τέντες, οι μαζεμένες. «Χάρη…θα…θα αγαπάς το άλογο μου;…ε;…θα το αγαπάς;…Εγώ δεν θα βγω ποτέ από δω…» Κοιτά γύρω του καχύποπτα. Απλώνει την χερούκλα του και μου πιάνει το χέρι. Δεν κουνιέμαι, δεν είναι δικό μου το χέρι, τίποτα δικό μου δεν είναι δικό μου. Η ανάσα μπορεί, ίσως η ανάσα να είναι το μοναδικό δικό μου, η ανάσα και η εικόνα που πνίγεται ολοένα καθώς βραδιάζει. Πίσω απ’ το χιόνι, μακριά απ’ τα σκουριασμένα κάγκελα και πέρα απ’ τον γκρι μαντρότοιχο, οι πορτοκαλί, μαζεμένες τέντες. Αυθαιρετεί ιδιοκτησία, μα η μόνη που έχω. Από πάνω μου ο Χρήστος κλαίει. Σήμερα είναι Τρίτη. Ζω. «Πάρε…το έκρυψα λίγο προτού μ’ αρπάξουν και με κλείσουν εδώ μέσα…Πάρτω εσύ…Την Παρασκευή βγαίνεις…Είναι στην Δελφών. Πίσω απ΄τον μαντρότοιχο του Μεταξουργείου. Εκεί το έκρυψα…» Τοποθετεί στην παλάμη μου δυο κλειδιά και την κλείνει σφιχτά. «Να το αγαπάς καλά;» Σημασία δεν δίνω. Αν δεν έκανα εκείνη την μικρή χορευτική ταλάντωση, θα έλεγες πως είμαι νεκρός, μα δεν είμαι. Σήμερα είναι Τρίτη. Βράδιασε. Τα βαριά βήματα του Χρήστου απομακρύνονται για να μπλεχτούν με τα άλλα ασυγχρόνιστα βήματα πίσω και να μην ξεχωρίζουν πια. Εκεί στο βάθος ήταν οι πορτοκαλί τέντες, τώρα δεν είναι. Ανοιγοκλείνω μια φορά τα βλέφαρα, σαν να ρίχνω την αυλαία της σκηνής. Βράδιασε και οι πορτοκαλί, μαζεμένες τέντες χάθηκαν. Αυλαία λοιπόν…
Ανοίγω τα μάτια και κοιτώ την Harley. Αυτό ήταν το άλογο του Χρήστου. Δεν μπορώ να πω πως κ για μένα είναι το ίδιο. Δεν βλέπω εγώ την μηχανή σαν άλογο, που σου επιτρέπει να τρέχεις ελεύθερος, πέρα απ’ τα όρια του εαυτού σου. Εγώ την βλέπω σαν απόδραση. Απόδραση από τι; Όχι απ΄την καθημερινότητα, όχι απ΄τις δεσμεύσεις που μου προσφέρει μια καταπιεστικά, ελεύθερη κοινωνία. Δεν το πάω εγώ τόσο βαθιά το πράγμα, δεν με παίρνει να βουτήξω σε βαθιά νοήματα και ιστορίες. Απόδραση ζητώ απ’ τα φαντάσματα, απ’ τις σκιές που με κυκλώνουν, απ΄το σκοτεινό παρελθόν και από το αόριστο μέλλον. Όχι δεν είναι απόδραση απ’ την ζωή, είναι απόδραση από εκείνη την νύχτα.
Πατάω τέρμα το γκάζι. Τα ξωτικά με κυνηγούν, οι εικόνες με ραγίζουν. Θέλω να ξεφύγω, θέλω να αποδράσω απ’ τον εφιάλτη. Τρέχω με την μηχανή. Φοβάμαι. Στο παγκάκι δίπλα μου, κάθεται ένα παιδί. Είναι ντυμένο στα άσπρα. Με κοιτά με χαμόγελο ψυχρό, απ τα μάτια του τρέχει αίμα. Και γιατί φοβάσαι;» Η φωνή του, ψυχρή κι αυτή «Θέλω να φύγω μακριά σου» Με κοιτά με απορία. «Νομίζεις πως θα ναι καλύτερα; Εκεί έξω θα κολυμπάς σ’ αυτό που φοβάσαι. Δεν θα χεις να κάνεις με οπτασίες. Θα χεις να κάνεις με την πραγματικότητα» Χιονίζει. Ψάχνω να βρω λίγο χρώμα, έστω και κάποιες πορτοκαλί τέντες. Τίποτα, όλα γκρίζα με μια άρρωστη κίτρινη απόχρωση. Είναι απ’ το φανάρι, δίπλα απ’ το παγκάκι που κάθομαι. Μετά κοιτώ το παιδί. Τα μάτια του είναι δυο κόκκινες λίμνες . Το μοναδικό χρώμα, μα αυτό μου φέρνει μεγαλύτερη κατάθλιψη. «Κάποτε θα θελα να σας ξεφορτωθώ, να σταματήσω να φοβάμαι» Κουνά τους ώμους του. «Δεν φταίμε εμείς, η πραγματικότητα σου μας δημιούργησε, από κει παίρνουμε ζωή. Κοίτα» Τινάζει το χέρι του. Η μικρή πλατεία γεμίζει ξωτικά και φαντάσματα. Μερικά από αυτά είναι γεμάτα αίματα και πληγές. Προσπαθώ να ξεφύγω το δυστυχισμένο βλέμμα τους. Παλιά η εικόνα μου έφερνε κομμάρες, κλάματα. Αυτό οι ψυχίατροι το έλέγαν “ νευρασθενή συμπτώματα”. Κι όταν έβλεπα εκείνον…Όχι δεν θέλω πια να το σκέφτομαι…οργισμένα ξεσπάσματα “Κρίσεις σχιζοφρένιας” το έλεγαν οι γιατροί. Τώρα πια γιατρεύτηκα. Αυτός εξαφανίστηκε, γι αυτούς απλά πονάω. Το παιδί που καθόταν δίπλα μου εξαφανίστηκε. Ένας νάνος με χοντρό κεφάλι και τεράστια καμπουρωτή μύτη, μου βγάζει το καπέλο και με χαιρετά. «Α γαμήσου» Του πετώ από τα και σηκώνομαι. Τα προσπερνώ, ανεβαίνω στην Harley, στρίβω το κλειδί. Οι προβολείς σκορπούν φως στην ομίχλη, τα φαντάσματα και τα ξωτικά με κυκλώνουν.
Πατώ γκάζι. Τα λάστιχα σφυρίζουν, το σκοτάδι σκορπά, ο κρύος αέρας καθαρίζει το μυαλό μου. Τρέχω στους άδειους δρόμους της πόλης. Θα πάω να κλειστώ στο σπίτι. Θα πάρω καμιά δεκαριά μπύρες και θα μουλιάσω στο χάος του μυαλού μου. Όμως πρώτα έχω να κάνω μια δουλεία. Σταματώ μπροστά σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο. Μέρες τώρα το αναβάλω, ας γίνει αυτή τη νύχτα.
Παίρνω τηλέφωνο στην Τάνια, νιώθω αγωνία, λες και από αυτό το τηλεφώνημα κρίνεται το ταξίδι μου. Ποιο ταξίδι; για πού; Αυτή είναι η πόλη σου Χάρη, εδώ ήταν ο προορισμός σου. Έφτασες, το ταξίδι τελείωσε. Μια φωνή. Είναι η φωνή της μάνας της. Κομπιάζω, σφίγκω το καλώδιο, στο καλώδιο ακουμπώ το άνχος μου. «Καλησπέρα. Είμαι ο Χάρης» Η φωνή μου βγαίνει βραχνιά, παγωμένη. Σφίγκομαι, ακούω τον αέρα, ψάχνω την φωνή της Τάνιας στον αέρα. «Ο Χάρης;….» Με αναγνώρισε, το ξέρω, περιμένω χωρίς να βγάλω λέξη… «Α ο Χάρης…Καλώς ήρθες…Θέλεις κάτι;» Μου ‘ έρχεται να γελάσω. Μιλάει σαν αυτόματος τηλεφωνητής .
Η μάνα της Τάνιας, η κυρία Άννα. Πάντα είχε ένα τρόπο να δείχνει πλήρη αδιαφορία για την παρέα της Τάνιας και ειδικά για μένα, χωρίς όμως ποτέ να χάσει την αξιοπρέπεια και την ανωτερότητα, που νόμιζε πως είχε απέναντι μας και αυτή μα και η κόρη της. Για την κυρία Άννα, εγώ δεν ήμουν τίποτα άλλο παρά ένα μυγάκι που μπήκε ζουζουνίζοντας κάπως ενοχλητικά μέσα στο μεγαλειώδη και αξιοπρεπή, μικροαστικό σαλόνι της. Θα ήθελε να με διαολοστείλει. H κόρη της έπρεπε να κάνει παρέα με παιδιά που είχαν μια κάποια οικονομική επιφάνεια ή κάποια κοινωνική επιφάνεια. Όλοι οι άλλοι ήμασταν απλά βούρκος. Στην ουσία εγώ και κάποιοι φίλοι της Τάνιας δεν υπήρχαμε για αυτήν. Όταν μας μιλούσε, όταν μας κοιτούσε, δεν μιλούσε, δεν κοιτούσε. Κάποια στιγμή που έμαθε πως η κόρη της τα ¨έφτιαξε¨ με εκείνον τον Χάρη, το μοναδικό που της είπε, ήταν «Απορώ τι βρήκες σ’ αυτό το μηδενικό» Από τότε δεν ξανασχολήθηκε μαζί μου. Η Τάνια μου είχε πει τότε πως ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που την είδε τόσο ανθρώπινη και της είχε αρέσει αυτό.
«Είναι η Τάνια εκεί;» Προσπαθώ να ακούγομαι όσο πιο ευγενικός γίνεται, μα δεν νομίζω πως τα καταφέρνω και πολύ καλά. Περιμένω. Για λίγη ώρα το μοναδικό που ακούγεται είναι το ψιθύρισμα του παγωμένου αέρα και μερικά αυτοκίνητα που περνούν απ’ τον δρόμο απέναντι. Μια κουκουβάγια προσγειώνεται στην καγκελόπορτα που υπάρχει πίσω απ΄τον θάλαμο, με κοιτά με τα άδεια μεγάλα μάτια της, την κοιτώ και γω. «Η Τάνια δεν μένει πια εδώ. Έχει το δικό της σπίτι. Αρραβωνιάστηκε…» Κλείνω το τηλέφωνο, ακουμπώ την πλάτη μου στο τζάμι του θαλάμου. Η κουκουβάγια με κοιτά ίσα στα μάτια ασάλευτη, θαρρείς και είναι βαλσαμωμένη. Από πίσω το ηλεκτρικό φανάρι, της δίνει απόκοσμη λάμψη. ¨Η Τάνια αρραβωνιάστηκε. Έχει το δικό της σπίτι¨. Αναπνέω τον παγωμένο αέρα, με λυτρώνει ο παγωμένος αέρας. Μια όμορφη γυναίκα, ντυμένη με άσπρο νυφικό κοιτά πίσω απ’ το τζάμι του θαλάμου. Η επιδερμίδα της είναι λευκή, έχει το ίδιο χρώμα με το νυφικό. Τα χείλη της είναι κόκκινα, έχουν τόσο κόκκινο χρώμα που καταλαβαίνεις αμέσως πως είναι ψεύτικο, τα μάτια της είναι μαύρα μα είναι νεκρά. Με κοιτά πίσω απ’ το τζάμι και απομακρύνεται χωρίς να περπατά. Το νυφικό της χάνεται στο σκοτάδι. Αναρωτιέμαι αν ήτα άγγελος ή δαίμονας. Ποιος ξέρει;. Βγαίνω απ’ το θάλαμο, βάζω μπρος την μηχανή. Η κουκουβάγια στέκεται στην καγκελόπορτα και με κοιτά, ακόμα και όταν ξεκινώ, νιώθω τα μεγάλα της μάτια καρφωμένα στην πλάτη μου.
Γυρνώ στο σπίτι, με μια σακούλα μπύρες. Στο σκοτάδι αντικρίζω τον πατέρα μου. Είναι ακουμπισμένος στο τραπέζι με ένα μπουκάλι μισοάδειο. Στέκομαι μπρος στην πόρτα, δεν ανάβω το φως, τον κοιτώ έτσι μισοξαπλωμένο στο τραπέζι, έτοιμο να παραδοθεί. Στο πρώτο δυνατό τράνταγμα να καταρρεύσει, να αφήσει το θολό βλέμμα στο κενό και να χαθεί στον ξωτικό βυθό της θάλασσας, που χει ανακαλύψει. Κάθομαι σε μια καρέκλα δίπλα του, ανοίγω μια μπύρα, πίνω και χάνομαι στο σκοτάδι. Πίνει κι αυτός. Είμαστε αμίλητοι τσακισμένοι, ο καθένας για τον δικό του λόγο. Μετά από ώρα κάνει προσπάθεια και γυρνά το βλέμμα του πάνω μου «Είναι φορές που λέω πως δεν έπρεπε να ‘ρθεις, πως εκεί μέσα έπρεπε να ‘σαι» Τα μαλλιά του είναι ανακατεμένα και λιγδιασμένα, το πρόσωπο του το σκεπάζει ένα γκριζόμαυρο χαλί από αγκάθια, η ανάσα του βρωμά, τα χείλη του πασαλείβονται με πηχτούς αφρούς, καθώς προσπαθεί να βάλει σε τάξη τα λόγια του, η ανάσα του βουίζει, προσπαθεί να πάρει ανάσα. Πίνω την μπύρα μου ήσυχα και καθώς τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι, παρατηρώ αυτές τις λεπτομέρειες χωρίς να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία για μένα. «Εδώ μας πήρε ο διάολος…» Πίνει το σκουρόχρωμο ποτό και βογκά θαρρείς και τον πονάει. Τα μάτια του θα ‘ναι θαμπά, τα νιώθω σβησμένα και άψυχα, μ’ αγκίζει η κρυάδα τους. Τα μάτια της Τάνιας ήταν πράσινα, είχαν ένα ασυνήθιστα πράσινο χρώμα, νομίζω πως στην νύχτα φωσφόριζαν λιγάκι, δεν είμαι σίγουρος δεν θυμάμαι καλά. Ανοίγω κιάλι μπύρα, πίνω πολλές μπύρες. Θέλω να πνίξω κάτι. Δεν είναι θυμός, δεν είναι λύπη, δεν είναι καινό, είναι κάτι αβάσταχτο που ξεκινά από πολύ βαθιά, θαρρείς και η πηγή του είναι η ψίχα της ψυχής μου. Από κει ξεκινά, ποτίζει τα κύτταρα μου, κατακτά τους μυς μου, καίει τους νευρώνες του μυαλού μου, το σκορπά, το διαμελίζει σε αμέτρητα, μικροσκοπικά κομμάτια.
«Η μανά σου μου ‘κανε μεγάλο κακό.» Μονολογεί. «Έφυγε. Δεν έπρεπε να φύγει έτσι, χωρίς να πει κουβέντα. Ο καρκίνος της χτύπησε τα κόκαλα. Στο τέλος έμεινε τόσο δα, μικρότερη και από ένα μωρό…Την κοιτούσα καθώς έφευγε, ήξερα πως έφευγε. Ο γιος μας ο ένας τρελός, ο άλλος πρεζόνι και…αυτή έφευγε….Πούλησα τα πάντα. Το αυτοκίνητο, το μαγαζί, σήκωσα και ‘κείνα που μας άφησε η γιαγιά σου…Δεν μπόρεσα να την κρατήσω…Τριάντα χρόνια μαζί…τριάντα χρόνια. Έμεινε τόσο δα σαν έφυγε…» Μια σκιά στέκεται μπροστά στην πόρτα. Είναι εκείνη. Να του το πω;…Μπα θα νομίζει πως είναι η αρρώστια μου, μα δεν είναι. Στέκεται εκεί και μας βλέπει. Το ξέρω, μυρίζω την μυρωδιά της, αισθάνομαι τα χέρια της. Ανοίγω μπουκάλια, πίνω, κάτι με σπρώχνει να πιω, ίσως το ίδιο που σπρώχνει και τον γέρο μου. «Πατέρα την θυμάσαι την Τάνια;» Προσπαθεί να σηκώσει λίγο το κεφάλι του. Το κάνει με πολύ κόπο, σμίγει σοβαρά τα φρύδια, τυλίγει το μπουκάλι στην παλάμη του. «Να φύγεις από δω…» Τα δόντια του είναι σφιγμένα, η φωνή του κροταλίζει «Σε είδα με την μηχανή, να την πάρεις και να φύγεις Χάρη…» Μιλά με ένταση, μα κάτι απαλό υπάρχει στην φωνή του «Εδώ δεν υπάρχει τίποτα για σένα…Ένα ρημαδιό ήμαστε…Εσύ είσαι διαφορετικός, το λέγε και η μάνα σου. Πάρε την μηχανή σου και φύγε…δεν ταιριάζεις εδώ γύρω…» Ξύνει το κεφάλι του, λυγίζει, το ακουμπά στο τραπέζι και χάνεται πάλι. «Πατέρα ήρθα…Δεν θα φύγω» Γνέφω καταφατικά για να συμφωνήσω με τον εαυτό μου. «Απλά θέλω να ανασάνω…» «Δεν υπάρχει χώρος να ανασάνεις Χάρη…» Ψελλίζει. Δεν μιλώ άλλο, ούτε αυτός μιλά. Πίνουμε μουγκοί, μα ξέρουμε πως νιώθουμε ο ένας τον άλλο. Βέβαια εγώ θα θελα να του πω πολλά, θα θελα να του πω για την Τάνια. Για τότε που χορεύαμε αγκαλιά στην συναυλία και χωρίς να το καταλάβουμε, όλη η συναυλία μας χειροκροτούσε, για την αγωνία της πρώτης φοράς και την ανακούφιση μας, σαν είχαν όλα τελειώσει, για τα λόγια της, θα θελα να του πω για τα θλιμμένα μάτια της. Πάντα τα μάτια της ήταν θλιμμένα. Η Τάνια δεν υπάρχει πια, μάλλον δεν υπήρχε εδώ και πέντε χρόνια. Έφυγα μακριά της και από τότε χαθήκαμε…έτσι απλά. Θέλω να του τα πω όλλα αυτά, θέλω να τα βγάλω από μέσα μου, όμως πίνω μπύρα και σωπαίνω.



4



Στέκομαι κάτω απ’ την βροχή, μουσκεμένος ως το κόκαλο. Άγρια νύχτα, οι δρόμοι σχεδόν έρημοι, πιο εκεί η νεράιδα της βροχής το γλεντάει, την κοιτώ με επιθυμία. Είναι όμορφο φάντασμα μα επικίνδυνο, δεν πρέπει να παρασυρθείς. Αν τρέξεις κοντά της θα σε πάρει μαζί της. Είναι ντυμένη με τούλια και ο χορός της είναι αργός και ηδονικός, ταλαντεύει αργά το γυμνό πληθωρικό κορμί της, το συγχρονίζει με την βροχή, λες και ζει έναν αιώνιο οργασμό. Όμως είναι ψέμα, δεν είναι τίποτα άλλο από μια φωτεινή σκιά, μέσα στην βροχή. Αν την δεις διαφορετικά, αν δεχτείς τον χορό της, τότε τα λογικά σου θα σαλέψουν και θα μείνεις για πάντα στην σκιά. Της γυρνώ την πλάτη περιφρονητικά. Δεκάρα δεν δίνω για το ζουμερό κορμί της κάτω απ’ την βροχή, δεν με ξεγελά με την γαληνή που τάζει.
Κάνει κρύο, νιώθω μουδιασμένος μα στέκομαι εκεί, ανυποχώρητος, έξω απ’ το πατρικό σπίτι της Τάνιας. Μέρες τώρα το κάνω. Έχω σκοπό να την δω στα κρυφά, έστω και για μια τελευταία φορά, έστω και πίσω απ’ την βροχή. «Χάρη…Χάρη» Γκριζόμαυρες εικόνες, άψυχες, πιο άψυχες και από την νεράιδα της βροχής. Πάνε πέντε χρόνια από τότε, πέντε χρόνια από τώρα. Με ‘χουν δεμένο. Γιατί; Γιατί με δέσανε;. Φοβάμαι. Με κοιτούν τα μάτια του, τα μάτια του είναι καρφωμένα πάνω μου, πάρτετα, πάρτετα «Χάρη….» Ένας άγγελος «Ήρθες να με λύσεις;» Κλαίει. Τα μάτια του είναι από πράσινο φώσφορο. «Μην κλαις;» Λέω σιγά και τα κοιτώ ήρεμα. «Θα έρχομαι να σε βλέπω Χάρη…Δεν φταις εσύ, το ξέρω, όλοι το ξέρουμε…Δεν θα σ’ αφήσω, θα γίνεις καλά, μην φοβάσαι, μην φοβάσαι μωρέ Χάρη…» Άσπρα πούπουλα με τυλίγουν. Είναι ζεστά, πρέπει να βρω τρόπο να κρυφτώ μέσα τους. Γιατί κλαίει; Μαλακίες δεν κλαίει, κανένα άγγελο δεν είδα πότε να κλαίει, όλοι είναι χαζοχαρούμενοι. «Κοίτα» Του λέω σοβαρά «Δεν πάει να κλαις. Εσύ είσαι άγγελος, αν γουστάρεις ανοίγεις τα φτερά σου και πετάς, δεν σε ‘χουν καν δεμένο. Πέτα μακριά, καλά είναι, αν δεν με είχαν δεμένο θα πετούσα και ‘γω μαζί σου»
Τελικά πέταξε μακριά, πιο μακριά από όσο φανταζόμουν. Γελώ, ανεβαίνω στην μηχανή, μάλλον δεν θα περιμένω ξανά να την δω. Αυτή έχει φτερά, εγώ ακόμα και τα χέρια μου τα έχω δεμένα. Καθώς περνώ μπροστά απ’ την νεράιδα της βροχής την χαιρετώ γνέφοντας ελαφριά, μου χαμογελά και συνεχίζει τον χορό της.
Το γραφείο του Αλέξη είναι μεγάλο, μπορεί, μόνο το γραφείο του, να είναι όσο είναι ολόκληρο το σπίτι μου. Έχει μπαρ, αίθουσα συνεδριάσεων και στο πίσω μέρος, μια μικρή σουίτα «Για τις έκτατες περιστάσεις» όπως λέει. Δεν μπορώ να καταλάβω σε τι χρησιμεύουν όλα αυτά. Θέλω να τον ρωτήσω, μα κάθομαι στην άκρη του καναπέ και δεν λέω τίποτα, περιμένω να τελειώσει τα επαγκελματικά του τηλεφωνήματα. Νιώθω άβολα, δεν μ’ αρέσει εδώ μέσα. Ένα βάζο πάνω στο τραπέζι συνεδριάσεων είναι γεμάτο από λευκές ορχιδέες με άρωμα σχεδόν ηδονικό. Άραγε πονάνε τα λουλούδια; Θα ναι φριχτό κάθε φορά που πας να κόψεις ένα λουλούδι αυτό να σπαράζει απ’ τον πόνο και συ απλά να μην μπορείς να αισθανθείς αυτό το μαρτύριο, γιατί το κακόμοιρο το λουλούδι δεν έχει τα μέσα να στο δείξει. Δεν έχει το πρόσωπο να μορφάσει, το στόμα να ουρλιάξει τον πόνο του. Φριχτό και μακάβριο. Εσύ βλέπεις όμορφα λουλούδια, τις περιφανές ορχιδέες και αυτές δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μάτσο κατακρεουργιμένα κοτσάνια που πεθαίνουν αναστενάζοντας στο πολυτελή γυάλινο φέρετρο τους. Όμως και απ ’την άλλη, αν τίποτα από όλα αυτά που φαντάζομαι δεν είναι αληθινό; Αν τα λουλούδια είναι απλά, όμορφα λουλούδια σιωπηλά, κοινά έμβια στοιχεία της φύσης, προορισμένα να διακοσμούν τους λόφους, τα παρτέρια και τα βάζα, να σκορπούν το μεθυστικό τους άρωμα, τότε σε πιάσε κότσο η ευαισθησία σου…την πάτησες μεγάλε…
«Που έχεις το μυαλό σου;» Χαμογελώ σφιγμένα. «Το μυαλό μου, εδώ και καιρό πάει όπου θέλει Αλέξη, μα εσείς πότε δεν ενδιαφερθήκατε γι’ αυτό» Η φωνή μου είναι επιθετική. Γιατί; Τι μου κάνε τώρα; Προσπαθεί να χαμογελάσει και εκνευρίζομαι μ’ αυτή την προσπάθεια. Πρέπει να νιώθει άβολα, το ίδιο όπως και εγώ. Όμως γιατί; Φορά κουστούμι, είναι χωμένος μέσα σε μια τεραστία, δερμάτινη πολυθρόνα και είναι ο λογικός της παρέας. Αυτός έχεί τα πάντα εγώ δεν έχω τίποτα. Είμαι ένας μισοπάλαβος μαλάκας χωρίς τίποτα. «Είσαι μουσκεμένος βγάλε την καμπαρτίνα σου θα αρρωστήσεις» Σηκώνομαι, την βγάζω και την πετώ πέρα. «Βρέχει έξω;» «Με το τουλούμι» Γελά και απλώνεται προς τα πίσω. «Τι μαλάκας είμαι. Σήμερα είχα τόση δουλειά που απ’ το πρωί δεν πήγα ούτε για κατούρημα» Εγώ δεν γελώ. Σοβαρεύει κι αυτός. «Είχα στήθι έξω απ’ το σπίτι της Τανιάς» Δεν ξέρω γιατί του το ‘πα, ίσως γιατί το μοναδικό πράγμα που νιώθω πως μας δένει πια είναι το παρελθόν μα και γι αυτό δεν είμαι σίγουρος. Ξαφνιάζεται, πιάνει τον στυλό, τον χτυπά νευρικά πάνω στα δάχτυλα του, το πετά, κοιτά γύρο του «Έλα στο μπαρ να σου φτιάξω ένα ποτό» Τον ακολουθώ, πηγαίνει πίσω π’ τον ξύλινο πάγκο και ψάχνει ανάμεσα σε δεκάδες μπουκάλια και κρυστάλλινα ποτήρια. Κάθομαι στο σκαμπό «Έχεις καμιά μπύρα;» Γελά. «Ουίσκι;» Κουνώ το κεφάλι μου αρνητικά. «Μπύρα.» Επιμένω. «Εντάξει»Βγάζεί ένα μπουκάλι και ένα ποτήρι, παίρνω το μπουκάλι, πίνω. Μου χρειάζεται λίγη μπύρα. Αυτός ετοιμάζει ουίσκι με πάγο για τον εαυτό του και έρχεται και κάθεται δίπλα μου. «Έκανες καλά που ήρθες. Μπάφιασα εδώ μέσα» «Πολύ δουλειά ε;» «Χέστα» Μου απαντά. Γελώ. «Θυμάσαι που ήθελες να γίνεις μουσικός;» Αυτός δεν γελά, σχεδόν σκύβει πάνω απ’ το ποτήρι του. «Ήμασταν παιδία τότε» Μονολογεί. Με τα δάχτυλά στον πάγκο παίζω ένα φανταστικό σκοπό. «Κι όμως τα πήγαινες καλά. Θυμάσαι το συγκρότημα που στήσαμε στην Βενιζέλου και παίζαμε;» Το πρόσωπο του χαλαρώνει σε μια στιγμή, τα μάτια του τρυπούν το παρόν και ταξιδεύουν. «Θυμάμαι…» Απαντά. «Ο Μάριος έπαιζε ντραμς με κάτι γκαζοντενεκέδες, ο Νίκος με την κιθάρα, μπάσο, Η Τάνια τραγουδούσε και συ..» «Εγώ δεν είχα ιδέα από τίποτα και με βάλατε με ένα καπέλο να μαζεύω τα ψηλά των περαστικών» Γελάμε. «Ο Μάριος ερχόταν από πίσω σου και τους έβριζε αν δεν έδιναν» «Όλοι έδιναν…θυμάμαι. Απλά τους έβριζε, τον Μάριο τον άρεζε να βρίζει πάντα» Πίνει ουίσκι, λύνει την γραβάτα του. «Η Τάνια κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε το τραγούδι και σε φιλούσε. Μου την έσπαγε πολύ αυτό» Λέει σχεδόν απολογητικά. «Μη σταματάς το τραγούδι ρε μαλακισμένο. Φώναζες…Θύμωνες για τα καλά.» Γελάμε. «Το είχα πάρει σοβαρά. Νόμιζα πως κάναμε κάτι σπουδαίο τότε…» Μου λέει. Σοβαρεύομαι, πίνω σχεδόν μονοκοπανιά το υπόλοιπο της μπύρας. «Μα κάναμε κάτι σπουδαίο» Του λέω και σφίγκω τα δόντια. Σοβαρεύει και πάλι. «Όχι, τίποτα δεν κάναμε. Παιδιά ήμασταν και παίζαμε» Χαμογελώ μελανχολικά. «Και ο Παπαποστόλου ερχόταν με τους μαλάκες του και μας το διέλυε» «Ήταν μεγάλο αρχίδι. Θυμάσαι πόσες φορές πλάκωσε τον Μάριο;» Με ρωτά. «Σου ‘χε σπάσει και την κιθάρα τότε» Χαμογελά. «Ναι ο μαλάκας» Γελώ. «Και του έφερες το ντραμς στο κεφάλι.» Γελάει, γελάμε και οι δυο. Πίνουμε. Σιγά, σιγά το γέλιο σβήνει, μένουμε σιωπηλοί. «Χάρη;…» Καθαρίζει την φωνή του, αποφεύγει το βλέμμα μου. Νομίζω πως ετοιμάζεται να μου πει κάτι. Περιμένω ήρεμος αν και ξέρω πως θα ξαφνιαστώ «Χάρη πως ήταν…εκεί μέσα…Δηλαδή θα πρέπει να ήταν δύσκολα…δηλαδή…» «Δεν θέλω για αυτό» Του ξεκόβω. Νιώθω τα μάτια του καρφωμένα πάνω μου. Τι ψάχνει; Τι ψάχνουν; «Εδώ έξω πάντως δεν είναι καλύτερα» Η φωνή μου είναι ραγισμένη. Αυτός με κοιτά σαν χαμένος, το νιώθω προσπαθεί να καταλάβει, προσπαθεί και αυτός σαν και μένα να χτίσει την γέφυρα του τότε και του σήμερα. Όμως με τι υλικό; Πως γίνεται να ενώσεις δυο ακτές χωρείς να χεις πέτρες και λάσπη; «Άλλαξες Αλέξη. Το σκεφτόσουν, πριν πέντε χρόνια πως θα γινόσουν το αφεντικό στις επιχειρήσεις του πατέρα σου;» Παίζει με το ποτήρι του. «Όχι» Η φωνή του είναι ξερή, άχρωμη, ακόμα και αυτή άλλαξε. Ο Αλέξης, ήταν ακραίως, μιλούσε πολύ και έντονα, κοιτούσε σχεδόν με έρωτα, σιχαινόταν την επιχείρηση του πατέρα του. Ήταν ερωτευμένος με μια υπάλληλο στην γραμματεία. Έκλαψε πολλές φορές μπροστά μου γιατί ο πατέρας του της φερόταν σκληρά. «Η Ανθή τι κάνει;» Ξαφνιάζεται. «Που την θυμήθηκες πάλι αυτήν;» «Θυμάσαι που με έβαζες να της πηγαίνω γλυκά;» Μου γνέφει. «Της πήγες τόσες φορές, που νόμιζε πως είσαι ο γιος του ζαχαροπλάστη, στην γωνία απέναντι» Γελάμε. «Την απέλυσα» Παγώνω. «Τι την έκανες;» Γελά ακόμα. «Όταν ανέλαβα το γραφείο. Φυσικά πρώτα την απαύτωσα κανονικά…και γαμώ τα γαμή…» «Έγινες μεγαλύτερο αρχίδι απ’ τον Μάριο» Είμαι έτοιμος να του χιμήξω. Μια αλλόκοτη γκριζόλευκη φιγούρα κρυμμένη μέσα στον καθρέπτη του μπαρ, παρακολουθεί με ενδιαφέρον. Δεν είναι ακριβώς άνθρωπος, μοιάζει περισσότερο με τράγο και λιγότερο με άνθρωπο. «Τι έπαθες ξαφνικά;» Κάνει ότι δεν καταλαβαίνει το αρχίδι. «Τι έπαθες ξαφνικά;» Τον κοροϊδεύω «Την Ανθή την αγαπούσες μαλάκα, έπαιξες ξύλο με τον πατέρα σου γι’ αυτήν» Με κοιτά περιφρονητικά, νιώθω πως τεντώνεται για να δήξει πιο ψιλός. «Τι μαλάκας είσαι Χάρη. Ακόμα εκεί έμεινες; Μια γκομενίτσα ήταν και γω ένας πιτσιρικάς που ‘γραφε χαζοτράγουδα. Τι νομίζεις πως είναι όλες αυτές ε;» Σφίγκω το μπουκάλι στα χέρια μου. Τι στον διάολο γίνεται; Γιατί είναι τόσο μαλάκας; Ή εγώ είμαι ο μαλάκας. Γελά. Τι γελά τώρα; ‘Μουνάκια είναι» Τα μάτια του είναι πρόστυχα «Απλά μουνάκια. Τι μου λες τώρα για αγάπες και λουλούδια. Ακόμα και η Τάνια…» Θα μου την πει τώρα ο γαμιόλης. «…Τέσσερα χρόνια μαζί, δεν πέρασε ούτε ένας χρόνος που σε κλείσανε εκεί μέσα και πήγε και πηδήχτηκε με τον Παπαποστό…» Του ρίχνω μπουκέτο. Τον πετυχαίνει κάτω απ’ το αυτί. Πέφτει χάμω μαζί με μπουκάλια και ποτήρια.
Ο τύπος μέσα απ’ τον καθρέπτη ανοίγει το στόμα του, θέλει να με κατασπαράξει. Κάνω πίσω, το γραφείο γεμίζει ομίχλη, η ομίχλη γεμίζει τέρατα και φαντάσματα, πλάσματα από ένα κόσμο εξωφρενικά παράλογο. «Μακριά μου» Ουρλιάζω. Ιδρώνω, ανασαίνω με κόπο, κάνει ψύχρα, κρυώνω, φοβάμαι. Ολόγυρα μου….»Μακριά» Κάνω προς τα πίσω, παραπατώ. Με πλησιάζουν, με κυκλώνουν. «Μη…» Κλαίω, κλαίω με φωνή, θέλω να φύγω…που να πάω;…που να πάω; Ο άγγελος που έγινε δαίμονας. Τα μάτια μου γουρλώνουν απ’ τον φόβο. Εκείνος, πάλι εκείνος. «Φύγε…Φύγε» Δεν μπορώ να μιλήσω, δεν βγαίνει η φωνή μου. Τον φοβάμαι, τον φοβάμαι τόσο που το σώμα μου παγώνει, αρνείται να το βάλει στα πόδια. Φύγε. Απ’ το χαλί ξεφυτρώνουν πτώματα, βγαίνουν με κόπο μα τα καταφέρνουν, ξεκολλούν απ’ το χαλί, στέκονται στα σαπισμένα πόδια τους. Θεέ μου η μάνα μου. Τι γίνεται εδώ; Το σώμα της είναι βρεφικό, το κεφάλι της τεράστιο, γερασμένο. Κουνάει τα μικροσκοπικά χεράκια της χαρούμενα, μα το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της το σκιάζει ο πόνος. Δεν είναι λογικό αυτό, τίποτα από αυτά όλα δεν είναι λογικό. Πιάνω το κεφάλι μου. Τα μόρια του γεμίζουν δυνάμεις που απωθούν το ένα απ’ το άλλο. Θα εκραγεί, το σφύγκω, το σφύγκω με όλη μου την δύναμη, προσπαθώ να το κρατήσω συμπαγή. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως αν θέλω να ζήσω, πρέπει να φύγω από εδώ μέσα, πρέπει να ελευθερωθώ απ’ την ομίχλη που με τυλίγει. Η ομίχλη γεννά τους άλλους. Στριφογυρνώ μανιασμένος, ουρλιάζω και καταστρέφω ότι βρίσκω μπρος μου. Επιτέλους βρίσκω την πόρτα, την ανοίγω, πετάγομαι έξω. Τρέχω, με κυνηγούν. Βγαίνω έξω. Επιτέλους αέρας. Ξαπλώνω χάμω, στην υγρή άσφαλτο. Νιώθω την βροχή να ξεπλένεί το μυαλό μου. Επιτέλους μακριά απ’ την ομίχλη.






5


H βροχή μου χτυπά το πρόσωπο, κατηφορίζει, πλένει το μυαλό μου, κατευνάζει τις σκέψεις μου, σβήνει τους σπασμούς απ’ το κορμί μου. Τα μάτια μου μένουν σφραγισμένα πεισματικά. Δεν φοβάμαι πια, δεν έχω λόγο να φοβάμαι. Σσστ. Ακούω τον υγρό άνεμο, στ’ αυτιά μου χώνονται και φωνάζουν οι φωνές των σκιών, σιγανά μουρμουρητά μιας ανεξήγητης αρχαίας γλώσσας. Το νιώθω, παρελθόν και παρόν έπαψαν πια να ‘ναι μπερδεμένα. Κάποιος ή κάποια με παρακολουθούν. Δεν με νοιάζει. Ξέρω πως πρέπει να ζήσω μαζί τους είναι ένα κομμάτι μου.
Ανοίγω τα μάτια. Παράξενο, μπορώ και βλέπω τον εαυτό μου από ψηλά. Από πάνω μου σ’ ένα κύκλο είναι σκυμμένα τα ξωτικά, οι νεράιδες, τα φαντάσματα. Με κοιτούν μ’ αληθινό ενδιαφέρον και στοργή. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι πως πραγματικά ενδιαφέρονται για μένα. Γιατί όχι, τώρα ξέρουνε τον ρόλο τους, ξέρω και γω. «Δείξε μας πως έγινε. Σηκώνομαι όρθιος. Πιο πέρα είναι ο πατέρας της σκιάς των ανθρώπων. Ένας γέροντας με μαύρη ξεθωριασμένη απ’ τον καιρό χλαμύδα και μακριά ασημένια γένια. Δεν μπορώ να διακρίνω τα μάτια του, μα σαν με κοιτούν νιώθω το βάρος της σκιάς του πλανήτη ολόκληρου, να πέφτει πάνω μου, να συνφλίβει την ανθρώπινη υπόσταση μου. Μου γνέφει και σηκώνει αργά το χέρι του.
Βρίσκομαι σε εκείνο το στενό. Ανατριχιάζω. Είναι το ίδιο σκοτεινό, το ίδιο υγρό, το ίδιο βρώμικο, όπως τότε, εκείνη την νύχτα. Ακόμα και απ’ το φανάρι του δρόμου πετάγονται σπίθες σκορπώντας ηλεκτρικές λάμψεις, ανατριχιαστικοί προάγγελοι αυτών που θα ακολουθήσουν. Κάνω πίσω. Ο Πάνος γελά «Πως στον διάολο βρέθηκες εδώ;»
«Σσστ. Αυτή την νύχτα θα ξεκαθαριστούν όλα» Μου λέει και προχωρά μπροστά «Ρε μαλάκα πάμε από αλλού» «Φοβάσαι;» Με κοροϊδεύει. «Θα βγούμε κατευθείαν στην πλατεία. Δεν θες να στήσεις την Τάνια ε;» Υποχωρώ. «Όχι» Του λέω δισταχτικά. «Έλα τότε. Τι κωλώνεις ρε μαλάκα» Προχωράμε. Έχω ένα παράξενο προαίσθημα. Θέλω να το βάλω στα πόδια. Κοιτώ τον Πάνο. Είναι άνετος. Διασχίζουμε το δρομάκι αμίλητοι, στο βάθος φαίνεται το φως της πλατείας. Προσπερνώ ένα σκουπιδοτενεκέ. Σταματώ παγωμένος απ’ τον φόβο. Μπροστά μας στέκονται πέντε τύποι. Είναι μαλιάδες, αξύριστοι. Κάνουμε πίσω μα από πίσω είναι άλλοι δυο με μαχαίρια. Ιδρώνω. Τι γίνεται τώρα; Ο Πάνος κάνει ένα βήμα μπρος «Τι θέλετε ρε αρχίδια;» Μάταια προσπαθεί να δήξει πως δε φοβάται. Έχει χεστεί απ’ τον φόβο. Του πιάνω το χέρι. «Έχετε χρήμα;» Ψάχνω στις τσέπες μου. Ο Πάνος με κοιτά απορημένος. «Α γαμήσου» Λέει δυνατά. Το μαλάκα τι λέει τώρα; Μας ορμούν αυτοί με τις αλυσίδες. Κάνω πίσω, τρέχω. Κάποιος με το μαχαίρι με ορμά. Ουρλιάζω με τρόμο. Με πιάνει με ρίχνει κάτω. Το στόμα μου γεμίζει με λάσπη. Με χτυπούν. Πονάω. Φωνάζω. Κάποιος μπορεί να μας ακούσει. Γιατί δεν μας ακούει κάποιος; Ζαλίζομαι. Νιώθω κάτι να μου φαγουρίζει το πρόσωπο. Συνειδητοποιώ πως είναι αίμα. Πούστη μου την βάψαμε. Περιμένω να με μαχαιρώσουν. Δεν το κάνουν. Πρέπει να με χτυπούν κλοτσιές. Πονάω, κάτι τους λέω, πρέπει να κλαίω, δεν είμαι σίγουρος. Ουρλιάζω. Αυτή πόνεσε πολύ. Προσπαθώ να καλυφθώ. Με σηκώνουν απ’ τον γιακά του τζάκετ μου. Κρέμομαι στον αέρα. Όλα θολώνουν, με πετάν χάμω. Κάτι γίνεται ένα βουητό…Θεέ μου…Τραβιέμαι πίσω. Άστο το χέρι μου. Θεέ μου. Κάποιος έβαλε ένα μαχαίρι στο χέρι μου και μου το σφίγκει. Πονάω. Τι κάνει ο μαλάκας; Θεέ μου. Προσπαθώ να μιλήσω, δεν μπορώ, δεν βγαίνει φωνή. Προσεύχομαι. Όλα καθαρίζουν. Κάτι είναι μπροστά μου, κάτι κόκκινο. Γαμώτο είναι ο Πάνος. Το πρόσωπο του είναι γεμάτο αίματα. Με κοιτά. Τα μάτια του. Γαμώτο. Μη…Προσπαθούν να βάλουν το χέρι μου με το μαχαίρι σφηνωμένο στην χούφτα μου, πάνω στον λαιμό του. «Όχι ρε παιδιά» Μουγκρίζω… «Όχι». Δεν έχω δύναμη. Προσπαθώ να το πάρω από κει, προσπαθώ να αφήσω το μαχαίρι. Κάποιος έχει τυλίξει την παλάμη του στην παλάμη μου, έχει σφίξει το μαχαίρι στο χέρι μου και το χέρι μου το ακούμπησε στον λαιμό του Πάνου. «Όχι…» Ο Πάνος με κοιτά. Μόνο αυτό κάνει, με κοιτά. Μην με κοιτάς ρε…Τι φταίω; Μη με κοιτάς ρε. Τι κάνουν;… «Όχι…» Πιέζουν το χέρι μου. «Όχι» Το στόμα του Πάνου ανοιγοκλείνει. Θεέ μου…Το μαχαίρι…Το αίμα μου πιτσιλά το πρόσωπο. Το σκότωσα…Αρχίδια…Γαμώτο με κοιτά ακόμη…Αρχίδια…Πάρτε τα μάτια του από πάνω μου. Θεέ μου, πάρτε τα μάτια του από πάνω μου…
Τα ξωτικά με πλησιάζουν. Ο Πάνος σηκώνεται όρθιος. Χαμογελά. «Εντάξει, τελείωσε» Μου λέει. Ο γέροντας με την μαύρη χλαμύδα μου γνέφει. Τα φαντάσματα μου χαμογελούν. «Τελείωσε. Αυτό ήταν» Μου λέει ένας νάνος. Τα κοιτώ σαν χαμένος, κοιτώ και τον Πάνο. Με χαιρετά κουνώντας το κεφάλι και χάνεται πίσω απ’ την ομίχλη. Δεν έχω αίμα τα, τίποτα δεν υπάρχει, μόνο ο σκοτεινός δρόμος. Ανεβαίνω την μηχανή, βγαίνω στο φως της πλατείας, αφήνω τα φαντάσματα πίσω μου.






6

Ξημερώνει οι σκιές πεθαίνουν. Στο βάθος, πίσω απ’ τους μεγάλους λόφους, ο ήλιος ξεμυτίζει κόκκινος. Αλλάζω ταχύτητα, πατάω γκάζι. Τα μαύρα γυαλιά και το κόκκινο μαντήλι σκεπάζουν το πρόσωπο μου και με προστατεύουν απ΄ την σκόνη του δρόμου.
Η πόλη που έζησα, ένα μικρό σημάδι στον καθρέπτη της μηχανής μου. Πίσω το παρελθόν, μπροστά το ξημέρωμα. Μέχρι χθες έλεγα. “Εγώ έφυγα απ’ αυτούς” Σήμερα, ξέρω. Δεν έφυγα, έφυγαν. Πατώ φρένο, καταιβένω απ την μηχανή, στέκομαι και κοιτώ τον ήλιο κατάματα. Αισθάνομαι πως αναμετριέμαι μαζί του. Εγώ και αυτός, ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο και ανάμεσα μας η άχλη του πρωινού. Έτσι είναι καλύτερα.